ἐντρεπτικός

From LSJ
Revision as of 08:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντρεπτικός Medium diacritics: ἐντρεπτικός Low diacritics: εντρεπτικός Capitals: ΕΝΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: entreptikós Transliteration B: entreptikos Transliteration C: entreptikos Beta Code: e)ntreptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fit to put one to shame, Ael.NA3.1; τὸ ἐ. the sense of shame, Arr.Epict.1.5.3, 9. II commanding respect, Herm. in Phdr.p.72A. III Adv. -κῶς· ἐλεγκτικῶς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 858] ή, όν, der sich zur Erkenntniß bringen, beschämen läßt, καὶ αἰδήμων Arr.; – geeignet, Jemanden zur Erkenntniß zu bringen, ihn zu beschämen, λόγοι Ael. N. A. 3, 1. – Adv., K. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντρεπτικός: -ή, -όν, ἐπιτιμητικός, ἐπιπληκτικός, Αἰλ. π. Ζ. 3. 1· τὸ ἐντρ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 5, 3 καὶ 9. - Ἐπίρρ. ἐντρεπτικῶς, «ἐλεγκτικῶς» (Ἡσύχ.), Ὠριγέν. ΙΙΙ, 545C, Ἰω. Χρυσ. Ι. 713Ε, Χ. 15Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à faire rentrer en soi-même, à rendre honteux, à faire rougir.
Étymologie: ἐντρέπω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1censurable, incorrecto ref. al estilo οὐδὲν ἐντρεπτικώτερον τῆς λέξεως Chrys.M.62.278, ἐντρεπτικὸν δὲ καὶ τὸ «ἐγώ» Herm.in Phdr.72, ref. a la expr. «ὄπισθε μένων» en vez de «ὄπισθεν μένοντος» Eust.754.42, cf. 571.26.
2 que avergüenza, que hace avergonzarse λόγοι Ael.NA 3.1, ὁ Χριστὸς ... πολλὰ ἐντρεπτικὰ λέγει Chrys.M.59.253, cf. 62.429.
3 que censura, que reprende τρόπος Chrys.M.59.391, ῥῆμα Chrys.M.62.710
neutr. subst. τὸ ἐ. vergüenza, pudor Arr.Epict.1.5.3, 9, Eust.626.39.
3 ret. refutatorio λόγος op. ἀποδεικτικός Olymp.in Grg.9.3, ἔλεγχος Sch.Pl.Grg.458e.
II adv. -ῶς con reproche o reprobación τοῦτο οὖν ἐ. λέγει πρὸς τὸν Ἰώβ Olymp.Iob 137.9, cf. Chrys.M.59.455, ἀκούειν Didym.Gen.91.4, cf. 123.23, Thdt.Is.12.197.

Greek Monolingual

ἐντρεπτικός, -ή, -όν (AM)
επιτιμητικός, επιπληκτικός
μσν.
επίρρ. ἐντρεπτικῶς
επιτιμητικά, επιπληκτικά, ελεγκτικά
αρχ.
1. αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντρεπτικόν
η συναίσθηση της αισχύνης, της ντροπής.