ἐξαγγελία

From LSJ
Revision as of 08:28, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαγγελία Medium diacritics: ἐξαγγελία Low diacritics: εξαγγελία Capitals: ΕΞΑΓΓΕΛΙΑ
Transliteration A: exangelía Transliteration B: exangelia Transliteration C: eksaggelia Beta Code: e)caggeli/a

English (LSJ)

ἡ, A secret information sent out to the enemy, X.Cyr.2.4.23(pl.). II expression, of style, Longin.Rh.p.186H.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαγγελία: ἡ, τὸ ἐξαγγέλειν, ἐπὶ κατασκόπων ἐν καιρῷ πολέμου, τοὺς μὲν ἂν συλλαμβάνοντες αὐτῶν κωλύοιεν τῶν ἐξαγγελιῶν Ξεν. Κύρ. 2. 4. 23. ΙΙ. = ἀπαγγελία, ἐπὶ ὕφους, Λογγῖνος ἐν Ἀποσπ. 8. ΙΙΙ. ἐπὶ ἐξομολογήσεως = ἐξαγόρευσις, Σωφρόνιος 3365Α, Στουδ. 1712Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
avis secret envoyé (à l’ennemi).
Étymologie: ἐξαγγέλλω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1revelación de información estratégica, c. gen. κωλύειν τῶν ἐξαγγελιῶν X.Cyr.2.4.23.
2 confesión del pecado ἐξαγγελίαν τινὸς πρὸς ἕτερον ἀποκαλύπτων revelando a otro la confesión de algo Ephr.Syr.3.406B.
3 anuncio, noticia τοῦ ναυτικοῦ πταίσματος Arr.An.1.18.8, λατρείας Cyr.Al.Luc.2.39.23.
II ret. expresión, modo o forma de expresión ὅταν μὴ τραχείᾳ χρώμεθα τῇ ἐξαγγελίᾳ Men.Rh.389, cf. Longin.Rh.180.

Greek Monolingual

η (AM ἐξαγγελία)
νεοελλ.
αναγγελία, γνωστοποίηση, είδηση, δήλωση
μσν.
1. διατύπωση («ἀνεῑπον... λαμβάνεται καὶ ἐπὶ ἐξαγγελίας χρησμῶν», θωμ. Μάγιστρ.)
2. εξομολόγηση
αρχ.
1. (για κατασκόπους) μετάδοση μυστικών αγγελιών στον εχθρό, κατάδοση («τοὺς μὲν ἄν συλλαμβάνοντες αὐτῶν κωλύοιεν τῶν ἐξαγγελιῶν», Ξεν.)
2. (για ύφος) απαγγελία, έκφραση.

Greek Monotonic

ἐξαγγελία: ἡ, πληροφορία που δίνεται στον εχθρό (κατασκοπεία), σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαγγελία: ἡ весть, извещение: κωλύειν τῶν ἐξαγγελιῶν Xen. воспрепятствовать передаче сообщений (противнику).

Middle Liddell

ἐξαγγελία, ἡ, n
information sent out to the enemy, Xen.