ἐξοστρακίζω

From LSJ
Revision as of 08:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοστρᾰκίζω Medium diacritics: ἐξοστρακίζω Low diacritics: εξοστρακίζω Capitals: ΕΞΟΣΤΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: exostrakízō Transliteration B: exostrakizō Transliteration C: eksostrakizo Beta Code: e)costraki/zw

English (LSJ)

A banish by ostracism, Hdt.8.79, And.4.32, Lys.14.39, Pl.Grg.516d; ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Luc.Sacr.4:—Pass., Themist.Ep. 2; also (with a play on broken pots, ὄστρακα) ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθείς Ar.Fr.593; ἐξωστράκισται πᾶν τὸ χρήσιμον ἐκ τῶν πραγμάτων Demad. 53; ἐξωστρακίσθησαν τῆς ἀληθείας Anon.Alch. in Gött.Nachr.1919.14.

German (Pape)

[Seite 888] durch das Scherbengericht verbannen; Her. 8, 79; Plat. Gorg. 516 d, Redner; übh. verbannen, vertreiben, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Luc. sacr. 4. Komisch Ar. bei Plut. Ar. et Menandri comp. 1 ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθείς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοστρᾰκίζω: ἐξορίζω δι’ ὀστρακισμοῦ, Ἡρόδ. 8. 79, Ἀνδοκ. 33. 24, Λυσ. 143. 27, Πλάτ. Γοργ. 516D· κἀξοστρακισθεὶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, περὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Λουκ. π. Θυσιῶν 4· οὕτω δὲ (καὶ μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τεθραυσμένων ἀγγείων, ὀστράκων), ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθεὶς Ἀριστοφ. ἐν Ἀδήλ. 57, Meineke.

French (Bailly abrégé)

1 bannir par ostracisme;
2 bannir en gén.
Étymologie: ἐξ, ὀστρακίζω.

Greek Monolingual

(AM ἐξοστρακίζω)
1. απομακρύνω, εκτοπίζω κάποιον από τη χώρα
2. εξοβελίζω, διαγράφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οστρακίζω].

Greek Monotonic

ἐξοστρᾰκίζω: μέλ. -σω, εξορίζω με οστρακισμό, εξοστρακίζω, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοστρᾰκίζω: подвергать остракизму, (вообще) изгонять (τινά Plat., Luc., Plut.; ἐξωστρακισμένος ὑπὸ τοῦ δὴμου Her.).

Middle Liddell

fut. σω
to banish by ostracism, Hdt., Plat.