ἐπιθάλπω
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
A warm on the surface, γαῖαν Xenoph.31, cf. Plu.2.780d (Pass.); [[[ᾠά]]] Ael.NA10.35. II. comfort afterwards, BCH47.284 (Macedonia, Pass.).
German (Pape)
[Seite 942] erwärmen, bes. auf der Oberfläche, Ael. H. A. 10, 35; ἄστροις ἐπιθαλπόμενα καὶ σελήνῃ Plut. ad princ. inerud. 3.
French (Bailly abrégé)
échauffer, réchauffer.
Étymologie: ἐπί, θάλπω.
Greek Monolingual
ἐπιθάλπω (AM)
θερμαίνω από πάνω (α. «ἥλιος ἐπιθάλπων γαῖαν» β. «ἐὰν μὴ ἡ τεκοῦσα ἐπιθάλψῃ αὐτά [τά ᾠά]»)
αρχ.
ενθαρύνω, παρηγορώ κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θάλπω «ζεσταίνω»].
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθάλπω: (слегка) нагревать, пригревать (τὰ ἄστροις ἐπιθαλπόμενα Plut.).