ἑστίαμα

From LSJ
Revision as of 11:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑστίᾱμα Medium diacritics: ἑστίαμα Low diacritics: εστίαμα Capitals: ΕΣΤΙΑΜΑ
Transliteration A: hestíama Transliteration B: hestiama Transliteration C: estiama Beta Code: e(sti/ama

English (LSJ)

ατος, τό, (ἑστιάω) A banquet, τὰ Ταντάλου θεοῖσιν ἑ. E.IT 387 : metaph., ἐμπιπλὰς ὀργὴν κακῶν ἑστιαμάτων Pl.Lg.935a.

German (Pape)

[Seite 1044] τό, Schmaus, τὰ Ταντάλου θεοτς ἑστιάματα, der vom Tantalus den Göttern gegebene Schmaus, Eur. I. T. 387; Speise, Nahrung, auch übertr., ἐμπιπλὰς ὀργὴν κακῶν ἑστιαμάτων Plat. Legg. XI, 935 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἑστίᾱμα: τό, (ἑστιάω) ἑστίασις, φίλευμα, τά Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάσματα Εὐρ. Ι. Τ. 387· μεταφ., ἐμπιπλάς ὀργήν κακῶν ἑστιαμάτων Πλάτ. Νομ. 935Α.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
banquet, festin.
Étymologie: ἑστιάω.

Greek Monolingual

το (Α ἑστίαμα) εστιώ
1. το φαγητό που προσφέρεται κατά την εστίαση, το φίλεμα («τὰ Ταντάλου θεοῑσιν ἑστιάματα» — τα φαγητά που προσέφερε ο Τάνταλος στους θεούς, Ευρ.)
2. γεν. τροφή, φαγητό.

Greek Monotonic

ἑστίᾱμα: -ατος, τό (ἑστιάω), φιλοξενία, περιποίηση, συμπόσιο, συνεστίαση, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἑστίᾱμα: ατος τό
1) пир, пиршество (τὰ Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάματα Eur.);
2) перен. пища: ἐμπίπλασθαι ὀργὴν κακῶν ἑστιαμάτων Plat. питать злобу дурной пищей, т. е. отдаваться чувству гнева.

Middle Liddell

ἑστίᾱμα, ατος, τό, ἑστιάω
an entertainment, banquet, Eur.

English (Woodhouse)

entertainment, feast

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)