ἰλυώδης
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
English (LSJ)
ες, A muddy, slimy, Hp.Coac.512, Max.Tyr.41.3, S.E. M.5.75; ὕδωρ Str.4.1.6; πηλός Arr.Ind.41.3; περίττωμα Gal.1.616; τὸ-ῶδες Plu.2.935a.
German (Pape)
[Seite 1252] ες, = ἰλυόεις; Hippocr.; τὸ ῥέον S. Emp. adv. astrol. 75; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰλυώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ἰλύν, Ἱππ. 204Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 75, Γαλην.· πηλὸς ἰλ. Ἀρρ. Ἰνδ. σ. 357.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
limoneux, fangeux.
Étymologie: ἰλύς, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ ἰλυώδης, -ες)
γεμάτος ιλύ, λασπώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἰλύς + επίθημα -ώδης (πρβλ. ογκ-ώδης, πο-ώδης)].
Russian (Dvoretsky)
ἰλυώδης: (ῑ) илистый (τὸ ῥέον Sext.; θολερὸς καὶ ἰ. Plut.).