ὀρθρινός

From LSJ
Revision as of 17:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθρινός Medium diacritics: ὀρθρινός Low diacritics: ορθρινός Capitals: ΟΡΘΡΙΝΟΣ
Transliteration A: orthrinós Transliteration B: orthrinos Transliteration C: orthrinos Beta Code: o)rqrino/s

English (LSJ)

ή, όν, (ὄρθρος) later form (Phryn.PSp.93 B.) for ὄρθριος, LXXWi.11.22, al. ; A ὀρθρινὸς οἴχεσθαι AP5.176 (Mel.); ὀ. δῶρα ib.7.195 (Id.) : neut. pl. as Adv., ὀρθρινὰ παίζειν ib.12.47 (Id.). [ῐ AP5.176, 12.47, as in ἠρινός, θερινός, χειμερινός: Arat.948, AP6.160 (Antip. Sid.), etc. make ι long, prob. in imitation of ὀπωρῑνῷ which is a metr. necessity in Hom., v. sub voc.]

German (Pape)

[Seite 377] am frühen Morgen, ὀρθρινὰ παίζων, Mel. 73 (XII, 47); ἰχθυβολῆες, Phaedim. 4 (VII, 739); ἐκ κοίτης ᾤχετο, Mel. 91 (V, 177); φωνή, Antp. Sid. 26 (VI, 160), u. öfter in der Anth.; Luc. Gall. 1; N. T. Von Phryn. 51 wird es verworfen, statt ὄρθριος. [Ι ist bei Mel. kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθρινός: -ή, -όν, (ὄρθρος) μεταγεν. τύποςὄρθιος χρὴ λέγειν, οὐκ ὀρθρινὸς» Φρύν. ἐν Α. Β. 54) ἀντὶ τοῦ ὄρθριος. Ἀνθ. Π. 6. 160, κτλ.· ὀρθρινὸς οἴχεσθαι αὐτόθι 5. 177., 12. 47· ὡς Ἐπίρρ., ὀρθρινὰ παίζειν ὁ αὐτ. 7. 195· ― τὸ ὀρθρινὸν ὡς Ἐπίρρ., Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 1, προσέτι ὀρθρινῶς, Σωφρ. 3477Α. [ῐ Ἀνθ. Π. 5. 177., 12. 47, ὡς ἐν ταῖς λ. ἠρινός, θερινός, χειμερινός· παρὰ τῷ Ἀράτ. 948, Ἀνθ. Π. 6. 160, κτλ., τὸ ι μηκύνεται, πιθαν. κατὰ μίμησιν τοῦ ὀπωρῑνῷ, ὅπερ παρ’ Ὁμήρ. εἶναι ἀνάγκη μετρική, ἴδε τὴν λ.] ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 333.

Spanish

del amanecer

English (Strong)

from ὄρθρος; relating to the dawn, i.e. matutinal (as an epithet of Venus, especially brilliant in the early day): morning.

English (Thayer)

ὀρθρινή ὀρθρινον (from ὄρθρος; cf. ἡμερινός, ἑσπερινός, ὀπωρινός, πρωϊνός a poetic (Anth.) and later form for ὄρθριος (see Lob. ad Phryn., p. 51; Sturz, De dial. Maced. et Alex., p. 186; (Winer s Grammar, 25)), early: L T Tr WH. (Wisdom of Solomon 11:23 (22).)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀρθρινός, -ή, -όν)
αυτός που αναφέρεται στον όρθρο, στην αυγή («τ' ορθρινό του τραγούδι το πουλί με τη φωνή του ψάλτη θα ταιριάσει», Παλαμ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ορθρινό
το εγερτήριο σάλπισμα («μα δεν ξυπνάει στο ορθρινό κανένας πεθαμένος», Γρυπ.)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀρθρινά
κατά την αυγή, κατά τα χαράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + κατάλ. -ινός (πρβλ. εωθ-ινός, μεσημβρ-ινός)].

Greek Monotonic

ὀρθρῐνός: -ή, -όν (ὄρθρος), = ὄρθριος, σε Ανθ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθρῑνός: (иногда ῐ) утренний, ранний: ὀ. ἀποπτάμενος Anth. рано утром улетевший.

Middle Liddell

ὀρθρῐνός, ή, όν ὄρθρος = ὄρθριος, Anth., Luc.]

Chinese

原文音譯:ÑrqrinÒj 哦而特里挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:早 相當於: (בֹּקֶר‎)
字義溯源:破曉,早晨,早,晨;源自(ὄρθρος)=黎明);而 (ὄρθρος)出自(ὄρος)*=山)。參讀 (ὀρθρίζω)同源字
同義字:1) (ὀρθρινός)破曉 2) (ὄρθριος)曙 3) (πρωΐα)早晨 4) (προϊνός / πρωϊνός)晨
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 晨(1) 啓22:16