ἀργυροστερής

From LSJ
Revision as of 13:54, 23 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠροστερής Medium diacritics: ἀργυροστερής Low diacritics: αργυροστερής Capitals: ΑΡΓΥΡΟΣΤΕΡΗΣ
Transliteration A: argyrosterḗs Transliteration B: argyrosterēs Transliteration C: argyrosteris Beta Code: a)rgurosterh/s

English (LSJ)

ές, (στερέω) A robbing of silver, βίος ἀργυροστερής = a robber's life, A.Ch.1002.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠροστερής: -ές, (στερέω) στερῶν τινα τοῦ ἀργύρου, ἤτοι τοῦ ἀργυρίου αὐτοῦ, βίος ἀργ., βίος λῃστοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 1002.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui dépouille qqn de son argent.
Étymologie: ἄργυρος, στερίσκω.

Spanish (DGE)

(ἀργῠροστερής) -ές que priva a uno del dinero, βίος A.Ch.1002.

Greek Monolingual

ἀργυροστερής (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («αργυροστερής βίος» — η ζωή του ληστή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + στερώ].

Greek Monotonic

ἀργῠροστερής: -ές (στερέω), αυτός που στερεί από κάποιον το ασήμι, δηλ. τα χρήματά του, ο ληστής· βίος ἀργυροστερής, ο τρόπος ζωής ληστή, ληστρικός βίος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠροστερής: отнимающий (чужие) деньги, т. е. разбойничий (βίος Aesch.).

Middle Liddell

στερέω
robbing of silver, βίος ἀργ. a robber's life, Aesch.