ἀνταλλαγή

From LSJ
Revision as of 19:27, 2 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Gloss" to "Gloss")

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταλλᾰγή Medium diacritics: ἀνταλλαγή Low diacritics: ανταλλαγή Capitals: ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ
Transliteration A: antallagḗ Transliteration B: antallagē Transliteration C: antallagi Beta Code: a)ntallagh/

English (LSJ)

ἡ, A exchanging, exchange, barter, Gloss., Simp.in Ph. 1350.32.

German (Pape)

[Seite 243] ἡ, der Umtausch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταλλᾰγή: ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Λατ. permunatio, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
cambio, ἀντιπερίστασις δέ ἐστιν, ὅταν ἐξωθουμένου τινὸς σώματος ὑπὸ σώματος ἀ. γένηται τῶν τόπων Simp.in Ph.1350.32, de pecador a justo ὢ τῆς γλυκείας ἀνταλλαγῆς Ep.Diog.9.5, cf. Epiph.Const.Haer.39.5 (p.76.11), Gloss.2.228.

Greek Monolingual

η (AM ανταλλαγή)
το να δίνει κανείς κάτι και να παίρνει κάτι άλλο
νεοελλ.
φρ.
1. «ανταλλαγή αιχμαλώτων» — αμοιβαία απελευθέρωση αιχμαλώτων με ειδικές συμφωνίες μεταξύ των εμπολέμων
2. «ανταλλαγή δώρου» — το να δίνει κανείς κάποιο αντικείμενο σε ανταπόδωση δώρου που έλαβε
3. «ανταλλαγή εδαφών» — αμοιβαία παραχώρηση εδαφών ή θαλάσσιων περιοχών κατά τη σύνταξη συνθηκών οριοθέτησης μεταξύ γειτονικών κρατών
4. «ανταλλαγή πληθυσμών» — η αμοιβαία μετακίνηση πληθυσμών σύμφωνα με τη συνθήκη που υπογράφεται μεταξύ δύο χωρών
5. «ανταλλαγή της ύλης» — ο μεταβολισμός.