ἐπινίφω

From LSJ
Revision as of 18:30, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινίφω Medium diacritics: ἐπινίφω Low diacritics: επινίφω Capitals: ΕΠΙΝΙΦΩ
Transliteration A: epiníphō Transliteration B: epiniphō Transliteration C: epinifo Beta Code: e)pini/fw

English (LSJ)

misspelling of ἐπινείφω, q.v.

German (Pape)

[Seite 965] darauf, dazu schneien; ὅταν δ' ἐπινίφῃ Xen. Cyn. 8, 1; Sp.; bei Theophr. vielleicht auch transit., überschneien.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινίφω: ῑ, νίφω, χιονίζω ἐπί, οἷς δ’ ὁ Θεὸς ἐπινίφει καὶ ἐπομβρεῖ Φίλων 1. 296. 2) ἀπροσ., ἐπινίφει, ἐκ νέου χιονίζει, ἐξακολουθεῖ νὰ πίπτῃ χιών, Ξεν. Κυν. 8. 1. ΙΙ. μεταβ., καλύπτω διὰ χιόνος, ἐν τῷ Παθ., ὅταν ἐπινιφθῇ κατὰ τὴν ἀπάνθησιν Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 4. 14, 6, Φίλων 1. 441.

French (Bailly abrégé)

1 faire tomber de la neige sur ; Pass. être couvert de neige;
2 impers. • ἐπινίφει la neige continue à tomber.
Étymologie: ἐπί, νίφω.

Greek Monolingual

ἐπινίφω και ἐπινείφω (Α)
1. καλύπτω με χιόνι
2. απρόσ. επινίφει
εξακολουθεί να χιονίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νίφω «χιονίζω»].

Greek Monotonic

ἐπινίφω: [ῑ], χιονίζω επάνω· απρόσ., ἐπινίφει, πέφτει φρέσκο χιόνι, ξαναχιονίζει, χιονίζει εκ νέου ή εξακολουθεί να χιονίζει, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινίφω: (ῑ) (о снеге) идти, покрывать: ἐπινίφει impers. Xen. снег идет.

Middle Liddell


to snow upon: impers., ἐπινίφει fresh snow falls, or it keeps snowing, Xen.