γνωμικός

From LSJ
Revision as of 16:50, 19 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωμικός Medium diacritics: γνωμικός Low diacritics: γνωμικός Capitals: ΓΝΩΜΙΚΟΣ
Transliteration A: gnōmikós Transliteration B: gnōmikos Transliteration C: gnomikos Beta Code: gnwmiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A normative (nisi leg. γνωμονικά), γ. ἁ φύσις ἁ τοῦ ἀριθμοῦ Philol.11. 2 (γνώμη 111.3), dealing in maxims or suited to maxims, didactic, περίοδος Hermog.Inv.4.3; τὰ γ. S.E.M.1.278; τὸ γ. D.Chr.52.17; σχῆμα γνωμικόν. Sch. Od.15.74. Adv. γνωμικῶς Phld.Hom.p.15 O., Ath.5.191e.

German (Pape)

[Seite 498] in Form einer Sentenz, in Denksprüchen; τὸ γ., der Denkspruch, Gramm., Schol., auch Plut.; ποιητής, gnomischer Dichter; ποίησις, von der Dichtung des Solon, Theognis u. ä., Ath. V, 191 e; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

γνωμικός: -ή, -όν, (γνώμη ΙΙΙ. 3) ὁ μεταχειριζόμενος γνώμας, γνωμικά ἀποφθέγματα, ποιηταὶ γν. εἶναι οἱ διδακτικοὶ ποιηταί, οἷοι Σόλων, Φωκυλίδης, Θέογνις, κτλ., Ἀθήν. 191Ε· γν. ἁ φύσις Φιλόλ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1.8. ― Ἐπίρρ.–κῶς Ἀθήν. 191Ε.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1cognoscitivo γνωμικὰ ... ἁ φύσις ἁ τῶ ἀριθμῶ Philol.B 11.
2 sentencioso περίοδος Hermog.Inu.4.3, σχῆμα Sch.Od.15.74, cf. 4.691
neutr. subst. τὸ γ. sentencia, máxima οἷά ἐστι τὰ γνωμικὰ καὶ παραινετικά S.E.M.1.278, τά τε μέλη οὐκ ἔχει πολὺ τὸ γ. D.Chr.52.17, cf. Sch.Od.7.310, Pall.V.Chrys.16.58, Olymp.in Alc.2.54, Tz.H.7.76.
3 propio de la mente op. φυσικός: γνωμικῆς γὰρ ταῦτα αἱρέσεως, οὐ φυσικῆς δυνάμεως Thdt.M.80.1192C
espiritual οὐ φυσικήν, ἀλλὰ γνωμικὴν νοοῦμεν συγγένειαν Thdt.M.81.37A.
II adv. γνωμικῶς
1 sentenciosamente φάναι Ath.191e, cf. Phld.Hom.13.25, Clem.Al.Strom.5.3.18, 5.14.133.
2 a voluntad ὁ θεὸς λόγος γ. δύναται ἑνωθῆναι τῇ κτιστῇ φύσει, φυσικῶς δὲ οὐ δύναται Leont.H.Nest.M.86.1501A.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γνωμικός, -ή, -όν) γνώμη
1. αυτός που χρησιμοποιεί «γνώμες» ή γνωμικά, αποφθέγματα («γνωμική ποίηση», «γνωμικοί ποιητές» — οι διδακτικοί ποιητές)
2. το ουδ. ως ουσ. το γνωμικό (AM γνωμικόν)
ηθικό απόφθεγμα με γενική ή ευρύτερη ισχύ, το οποίο στηρίζεται σε μακρά ανθρώπινη πείρα.

Russian (Dvoretsky)

γνωμικός: гномический, назидательный: ποιηταὶ γνωμικοί гномические поэты (общее название авторов назидательных изречений - Солона, Фокилида, Феогнида и др.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνωμικός -ή -όν γνώμη die kennis verschaft