κατακρεουργέω

From LSJ
Revision as of 12:05, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρεουργέω Medium diacritics: κατακρεουργέω Low diacritics: κατακρεουργέω Capitals: ΚΑΤΑΚΡΕΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: katakreourgéō Transliteration B: katakreourgeō Transliteration C: katakreourgeo Beta Code: katakreourge/w

English (LSJ)

Ion. κατακρεοργέω,
A hew in pieces, as a butcher does meat, Hdt.7.181 (Pass.), Xanth.12.

German (Pape)

[Seite 1356] zerhauen, zerhacken, wie der Koch das Fleisch, in kleine Kochstücke; Her. 7, 181; Xanth. bei Ath. X, 415 d.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρεουργέω: κατατέμνω εἰς τεμάχια ὅπωςκρεοπώλης ἢ ὁ μάγειρος τὸ κρέας, Ἡρόδ. 7. 181· κατακρεουργήσαντα τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα καταφαγεῖν Ξάνθ. παρ’ Ἀθην. 415D· ξίφει τὸ σῶμα εἰς πολλὰ τμήματα κατακρεουργούμενοι Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 8, 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dépecer comme de la viande.
Étymologie: κατά, κρεουργέω.

Russian (Dvoretsky)

κατακρεουργέω: разрубать словно мясо: ἀντεῖχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας Her. он оказывал вооруженное сопротивление, пока весь не был изрублен в куски.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατακρεουργέω, Ion. κατακρεοργέω, (vlees) in stukken hakken.

Greek Monolingual

(AM κατακρεουργῶ, κατακρεουργέω, ιων. τ. κατακρεοργέω)
φονεύω με πολλές μαχαιριές, κατασφάζω («ἐς τοῦτο ἀντεῖχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(σχετικά με μουσικό τεμάχιο ή λογοτεχνικό κείμενο)
εκτελώ, αποδίδω ή ερμηνεύω αδέξια, κακότεχνα («κατακρεούργησε το ποίημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρεουργῶ «σφάζω, πετσοκόβω»].