πλήθος

From LSJ
Revision as of 20:20, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν → reduce food and drink to a uniform mass

Source

Greek Monolingual

το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α
1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος» δ. «ἐσέβαλον ἐς γῆν τὴν Ἀττικὴν σὺν στρατοῦ πλήθει», Ηροδ.)
2. ο λαός, οι κάτοικοι μιας περιοχής (α. «σειέται του χωριού το πλήθος, κυματίζεται», Κρυστάλλ.)
β. «σμικρὸν τὸ πλῆθος τῆσδε γῆς», Ευρ.)
3. το μεγαλύτερο μέρος του λαού, οι λαϊκές μάζες (α. «το πλήθος βοά κατά της δικτατορίας» β. «τὸν μὲν ἕνα ἐκ τῶν πατρικίων αἱρεῑσθαι, τὸν δ' ἕνα πάντως ἀπὸ τοῦ πλήθους καθίστασθαι», Διόδ.)
4. η ποσότητα, ο αριθμός, η πληθώρα (α. «πλήθος αριθμών»
8. «νεῶν πόσον δὴ πλῆθος ἦν Ελληνίδων;» Αισχύλ)
νεοελλ.
(κοινων.) συνάθροιση ατόμων ανοργάνωτη και πρόσκαιρη, που όμως σχηματίζεται για μια ιδιαίτερη συνεργατική δραστηριότητα
μσν.-αρχ.
η πολλαπλότητα («τὴν τριάδα τῆς Θεότητος εἰς πλήθους ὑποψίαν προσῆγεν», Δίδυμ.)
αρχ.
1. οι περισσότεροι, η πλειονότητα («τὸ πλῆθος ἐψηφίσαντο πολεμεῑν», Θουκ.)
2. η λαϊκή κυριαρχία, η δημοκρατία («ἡ τοῦ πλήθους αρχή, δημοκρατία οὔνομα κληθεῑσα», Πλάτ.)
3. ο όχλος, σε αντιδιαστολή προς τον δήμο
4. μέγεθος, έκτασηὄρος πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον», Ηρόδ.)
5. χρονική έκταση, μήκος χρόνου («...σαφῶς εὑρεῖν διὰ χρόνου πλῆθος ἀδύνατα ἦν», Θουκ.)
6. φρ. α) «ἐς πλῆθος» — σε μεγάλο αριθμό
β) (η δοτ. ως επίρρ.) «πλήθει» — γενικά, συνολικά
γ) «ὡς ἐπὶ τὸ πλῆθος» ή «ὡς κατὰ τὸ πλῆθος» — ως επί το πλείστον, συνήθως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλη- του πίμ-πλη-μι και εμφανίζει μόρφημα -θ- (βλ. λ. πλήθω). Για το ζεύγος πλῆθος: πλήθω πρβλ. βρῖθος: βρίθω.