ποδάγρα
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
ἡ, A trap for the feet, X.Cyr.1.6.28, Call.Fr.anon.379, AP 6.296 (Leon.), Opp.C.1.156. II foot disease of dogs, oxen, horses, Arist.HA604a5,14,23; gout, of human beings, IG42(1).122.133 (Epid., iv B.C.), Dsc.1.104, Arr.Epict.3.22.40, Philostr.VA4.30: pl., Str.15.1.43.
German (Pape)
[Seite 642] ἡ, 1) Fußschlinge, Fußfalle, Xen. Cyr. 1, 6, 28. – 2) gichtische Lähmung der Füße, Podagra, Plut. Sull. 26, Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ποδάγρα: ἡ, παγὶς διὰ τοὺς πόδας, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28, Ἀνθ. Π. 6. 296, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 757D. ΙΙ. ἀρθρῖτις ἐν τοῖς ποσίν, ἀντίθ. τῷ χειράγρα, κυρίως ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ κυνῶν, βοῶν, καὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 2., 23, 1., 24, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
piège qui saisit l’animal par le pied.
Étymologie: πούς, ἀγρέω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
χρόνια νόσος, προσβολή της πρώτης μεταταρσιοφαλαγγικής αρθρώσεως του ποδιού από ουρική αρθρίτιδα
αρχ.
1. παγίδα για σύλληψη θηραμάτων από τα πόδια («δουλοῦν
ὗς ἀγρίους πλέγμασιν... ἐλάφους τε ποδάγραις καὶ ἁρπεδόναις», Ξεν.)
2. (ως κύριο ὁν.) Ποδάγρα
προσωνυμία της Αρτέμιδος («ἔστι δὲ καὶ Ποδάγρας ἄλλης Ἀρτέμιδος ἐν τῇ Λακωνικῇ ἱερόν», Κλήμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο». Η λ. χρησιμοποιείται και με τη σημ. «παγίδα» (πρβλ. γαλε-άγρα, μυ-άγρα) και με σημ. «νόσος τών ποδιών» (πρβλ. χειρ-άγρα)].
Greek Monotonic
ποδάγρα: ἡ,
I. παγίδα για τα πόδια, σε Ξεν., Ανθ.
II. αρθρίτριδα στα πόδια, αντίθ. προς χειράγρα.
Russian (Dvoretsky)
ποδάγρα: поэт. ποδάγρη ἡ
1) ножной силок или капкан (δολοῦν ἐλάφους ποδάγραις Xen.; θήρεσσιν πηγνύναι ποδάγρας ap. Plut.);
2) ревматическая боль в ногах, подагра Plut., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποδάγρα -ας, ἡ, Ion. en poët. ποδάγρη en ποδαγρίη [πούς, ἀγρέω] voetklem. geneesk. jicht.
Middle Liddell
ποδάγρα, ἡ,
I. a trap for the feet, Xen., Anth.
II. gout in the feet, opp. to χειράγρα.
Translations
ar: نقرس; az: podaqra; be_x_old: падагра; be: падагра; bg: подагра; bn: গেঁটেবাত; ca: gota; cs: dna; cy: gowt; de: Gicht; el: ουρική αρθρίτιδα; en: gout; eo: podagro; es: gota; eu: hezueri; fa: نقرس; fi: kihti; fr: goutte; ga: gúta; gl: gota; gu: ગાંઠિયો વા; hak: thung-fûng; he: שיגדון; hi: वातरक्त; hr: giht; ht: gout; hu: köszvény; hy: հոդատապ; id: pirai; io: kiragro; is: þvagsýrugigt; it: gotta; ja: 痛風; jv: gout; kk: подагра; kn: ಕಟ್ಟುವಾರೆ; ko: 통풍; ky: подагра; la: podagra; lb: giicht; li: gich; lt: podagra; lv: podagra; mk: гихт; mr: संधिवात; ms: gout; new: गउल्वय्; nl: jicht; nn: urinsyregikt; no: urinsyregikt; or: ଗାଉଟ; pa: ਗਾਊਟ; pl: dna moczanowa; pt: gota; ro: gută; ru: подагра; sh: гихт; simple: gout; sk: dna; sl: protin; sr: гихт; sv: gikt; sw: jongo; ta: கீல்வாதம்; te: గౌటు; th: โรคเกาต์; tl: piyo; tr: gut; uk: подагра; uz: podagra; vi: bệnh gút; wuu: 痛风; zh_yue: 痛風; zh: 痛风