λίνεος
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
α, ον, contr. λινοῦς, λινῆ, λινοῦν, (λίνον) A of flax, linen, κιθών, θώρηξ, Hdt.1.195, 3.47, etc.; ἱμάτιον Pl.Cra. 389b; σφαῖρα Arist.HA616a6; στολή BGU1036.14 (ii A. D.); νεφέλαι (i. e. nets) Call.Aet.3.1.37; ὅπλα λινά cables of flax, Hdt.7.36: also λινᾶ, τά, A.Fr.206, Ar.Fr.19: Subst. λινέη, ἡ, tape-measure used in building, IG7.3073.128 (Lebadea), cf. Bito63.7, 9 (v.l. λιναία); cf. λιναῖος.
German (Pape)
[Seite 49] zsgzgn λινοῦς, ῆ, οῦν, aus Flachs gemacht, leinen; κιθών, Her. 1, 195; εἵματα, 4, 74, ὅπλα, 7, 36, θώρηξ, 3, 47; ἱμάτιον, Plat. Crat. 389 b; θώραξ, Xen. Cyr. 6, 4, 2; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
λίνεος: [ῐ], -α, -ον, συνῃρ. λινοῦς, ῆ, οῦν· (λίνον)· - ἐκ λίνου, ἐκ λιναρίου, Λατ. lineus, κιθών, θώρηξ Ἡρόδ. 1. 195., 3. 47, κτλ.· ἱμάτιον Πλάτ. Κρατ. 389Β, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 5· ὅπλα λ., καλῴδια ἐκ λίνου, Ἡρόδ. 7. 36· ὡσαύτως, λινᾶ, τά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 189, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 84· - λιναῖος, α, ον, εἶναι ἡμαρτημ. γραφὴ παρ’ Ἱππ., κτλ., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 147, Παραλ. 357.
French (Bailly abrégé)
έα, εον;
de lin, fait de lin.
Étymologie: λίνον.
Spanish
Greek Monolingual
λίνεος, -έα, -ον, θηλ. και -έη (Α)
βλ. λινούς.
Greek Monotonic
λίνεος: [ῐ], -α, -ον, συνηρ. λινοῦς, -ῆ, -οῦν· (λινόν)· φτιαγμένος από λινό, λινός, Λατ. lineus, σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
λίνεος: стяж. λῐνοῦς 3 льняной (κιθών Her.; ἱμάτιον Plat.; σφαῖρα Arst.): ὅπλα λίνεα Her. льняные канаты.
Middle Liddell
λῐ́νεος, η, ον λίνον
of flax, flaxen, linen, Lat. lineus, Hdt., Plat., etc.