περίνεως
English (LSJ)
ὁ, gen. νεω, nom. pl. νεῳ, (ναῦς, Att. gen. νεώς) A supernumerary or to spare in a ship, κῶπαι περίνεῳ IG22.1607.9, 19, al.; π. ὁ δεύτερος ἱστὸς καὶ… τὰ διττὰ τῆς νεὼς σκεύη, Hsch., cf. Phot.; of persons, supercargo, passenger, opp. πρόσκωπος, Th.1.10; opp. ναύτης, Ael.NA2.15, Anon. ap. Suid.; opp. αὐτερέτης, Procop.Vand.1.11, cf. Philostr.VA6.12, Phot.; but, marines, opp. τριηρῖται, D.C.49.1 : in sg., petty officer, gen. -νέου Artem.1.35.
German (Pape)
[Seite 583] ὁ, der auf dem Schiffe Überzählige, der keine Dienste thut auf dem Schiffe, der bloße Passagier; περίνεως πολλοὺς συμπλεῖν, den πρόσκωποι entgeggstzt, Thuc. 1, 10; dem ναύτης entggstzt, Ael. H. A. 2, 15; vgl. Poll. 1, 95. – Ader auch adj., wie Phot. erkl. ὁ δεύτερος ἱστὸς καὶ πάντα τὰ περιττὰ τῆς νεὼς σκεύη; u. so kommt in den Inscr. (Att. Seew.) αἱ περίνεῳ, sc. κῶπαι, vor.
Greek (Liddell-Scott)
περίνεως: ὁ, γεν. -νεω, πληθ. ὀνομ. -νεῳ· (ναῦς, Ἀττ. γεν. νεώς)· - ὁ ἐν πλοίῳ ὑπεράριθμος ἢ περιττός, αἱ περίνεῳ κῶπαι, αἱ ὑπεράριθμοι, Böckh. Urkund σ. 121· - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίνεως· ὁ δεύτερος ἱστὸς καὶ ... τὰ διττὰ τῆς νεὼς σκεύη», πρβλ. Φώτ.· - ἐπὶ προσώπων, ἐπιβάτης ἁπλοῦς, τὸ αὐτὸ καὶ πλωτήρ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρόσκωπος, Θουκ. 1. 10· πρὸς τὸ ναύτης Αἰλ. π. Ζ. 2. 15, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., πρβλ. Φιλόστρ. 250. - Κατὰ Φώτ. «περίνεως: τοὺς περιττοὺς καὶ ἔξω τῶν ὑπηρεσιῶν»· - ἀλλὰ παρὰ Δίωνι Κ. 49. 1, οἱ περίνεῳ, εἶναι οἱ περιττοὶ ναῦται, ἡ ἐφεδρεία αὐτῶν, καὶ παρ’ Ἀρτεμιδ. 1. 35, ὁ περίνεως, φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ἔσχατος τῶν ὑπαξιωματικῶν.
French (Bailly abrégé)
ω (ὁ) :
passager sur un navire.
Étymologie: περί, ναῦς.
Greek Monolingual
-ων, Α
1. αυτός που δεν εκτελεί καμιά εργασία στο πλοίο, ο επιβάτης
2. στον πληθ. οἱ περίνεῳ
οι επί πλέον ναύτες, οι εφεδρικοί
3. κάθε περιττό σκεύος στο πλοίο
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίνεων
καθεμιά από τις πλευρές του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -νεως (< ναῦς, νεώς «πλοίο»), πρβλ. λιπό-νεως].
Greek Monotonic
περίνεως: ὁ, γεν. -νεω, ονομ. πληθ. -νεῳ· (ναῦς)· υπεράριθμο φορτίο πλοίου ή απλά ο επιβάτης, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
περίνεως: εω ὁ (не принадлежащий к команде корабля) пассажир Thuc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίνεως -ω, ὁ [περί, ναῦς] passagier.
Frisk Etymological English
-ω
Grammatical information: m. Adj. a. subst. prop:
Meaning: "exceeding the ship (the equipment of the ship, its crew)", surplus, m. fellow passenger, passenger (Att. inscr., Th.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Hypostasis from περὶ ναϜός like περί-αλλος, -εργος a.o. (Sommer Nominalkomp. 123 f.); on the facts also Morrison Class Quart. 41, 131 f.
Middle Liddell
ναῦς
a supercargo or passenger, Thuc.
Frisk Etymology German
περίνεως: -ω
{períneōs}
Grammar: m. Adj. u. Subst. eig.
Meaning: "über das Schiff (die Schiffsausrüstung, -mannschaft) hinausgehend", überzählig, m. Mitfahrer, Passagier (att. Inschr., Th.).
Etymology : Hypostase aus περὶ ναϝός wie περίαλλος, -εργος u.a. (Sommer Nominalkomp. 123 f.); zum Sachlichen auch Morrison Class Quart. 41, 131 f.
Page 2,513-514