ἐκπρολείπω

From LSJ
Revision as of 17:40, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπρολείπω Medium diacritics: ἐκπρολείπω Low diacritics: εκπρολείπω Capitals: ΕΚΠΡΟΛΕΙΠΩ
Transliteration A: ekproleípō Transliteration B: ekproleipō Transliteration C: ekproleipo Beta Code: e)kprolei/pw

English (LSJ)

A forsake, κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες Od.8.515, cf. Thgn.1136; βίον IG14.2123. II spare, Ps.-Phoc. 85.

German (Pape)

[Seite 777] herausgehen u. verlassen; λόχον ἐκπρολιπόντες Od. 8, 515; Theogn. 1136; Phocyl. 80.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπρολείπω: καταλείπω, κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες Ὀδ. Θ. 515, πρβλ. Θέογν. 1136· αἰῶνα Συλλ. Ἐπιγρ. 3627. ΙΙ. ἀφίνω, φείδομαι, Ψευδο-Φωκ. 80.

French (Bailly abrégé)

abandonner.
Étymologie: ἐκ, προλείπω.

English (Autenrieth)

only aor. 2 part. ἐκπρολιπόντες, going forth and leaving, the wooden horse, Od. 8.515†.

Spanish (DGE)

1 dejar atrás, abandonar lugares κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες abandonando su cóncava madriguera, Od.8.515, Ἄϊδος ... δόμον Antim.112.2, cf. IG 9(2).429.4 (Feras III a.C.), pers. al partir o morir ἄλλοι (θεοί) δ' Οὔλυμπόνδ' ἐκπρολιπόντες (ἀνθρώπους) ἔβαν Thgn.1136, ἄλοχον ... οἴκῳ GVI 1297.5 (Naxos I a.C.), la vida o expr. equiv. μοχθηρὸν μερόπων ... βίον IUrb.Rom.1379.4 (II/III d.C.), γλυκε<ρὸν> φάος ἀελίοιο IUrb.Rom.1255.3 (II/III d.C.).
2 dejar con vida, perdonar la vida de μητέρα δ' ἐκπρολίποις, ἵν' ἔχῃς πάλιν τῆσδε νεοσσούς Ps.Phoc.85.

Greek Monolingual

ἐκπρολείπω (Α)
1. εγκαταλείπω, εξέρχομαι
2. αφήνω κάποιον.

Greek Monotonic

ἐκπρολείπω: μέλ. -ψω, παρατώ, αφήνω, αρνούμαι, εγκαταλείπω, απαρνιέμαι, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπρολείπω: оставлять: κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες Hom. выйдя из полой засады, т. е. из деревянного коня.

Middle Liddell

fut. ψω
to forsake, abandon, Od.