θεσμοφόρος
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
ον, A law-giving, epithet of Demeter, Hdt.6.91, 134, IPE2.13 (Panticapaeum, iv B.C.), Call.Aet.Oxy. 2079.10, D.S.1.14, etc.; σεμνὴ Θ. AP5.149 (Asclep.), cf. Luc.Tim.17; τὼ Θεσμοφόρω Demeter and Persephone, Ar.Th.83, al.; αἱ Θεσμοφόροι App.BC2.70, Plu.Dio56, etc.; πότνια Θ., of Persephone, Pi.Fr.37; also, as a title of Dionysus, Orph.H.42.1.
German (Pape)
[Seite 1203] gesetzgebend, Nonn.; so hieß bes. Demeter, die durch Einführung des Ackerbaues die bürgerliche Gesellschaft gestiftet u. den Grund zu rechtmäßiger Eheverbindung, zu Gesetz u. Recht gelegt, Her. 6, 134 u. öfter bei Folgdn; τὼ Θεσμοφόρω sind Demeter u. Persephone, die in den Thesmophorien gemeinschaftlich verehrt wurden, Ar. Th. 282 u. öfter, Eccl. 443; sie heißen auch Θεσμοφόροι σεμναὶ πότνιαι, Ep. ad. 291 b (App. 376). – Auch andere Götter werden so benannt, wie Isis, D. Sic. 1, 14, Dionysus, Orph. H. 42, 1.
Greek (Liddell-Scott)
θεσμοφόρος: -ον, ὁ τιθεὶς ἢ διδοὺς νόμον, ἀρχαῖον ὄνομα τῆς Δήμητρος, δοθὲν αὐτῇ ἐπειδὴ εἰσήγαγε τὴν καλλιεργίαν τῆς γῆς καὶ ἔδωκε τὴν πρώτην ὤθησιν εἰς τὸν σχηματισμὸν πολιτικῆς κοινωνίας, εἰς τὸν νόμιμον γάμον, κτλ., Ἡρόδ. 6. 91, 134· συχν. ἐν Ἐπιγραφ., Δήμητρι Θεσμοφόρῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2106, κ. ἀλλ.· σεμνὴ θ. Ἀνθ. Π. 5. 150, Λουκ. τώ θεσμοφόρω, ἡ Δημήτηρ καὶ ἡ Περσεφόνη, αἵτινες ἐλατρεύοντο ὁμοῦ κατὰ τὰ Θεσμοφόρια, Ἀριστοφ. Θεσμ. 83, 282, 303, Ἐκκλ. 443, κ. ἀλλ., πρβλ. Πίνδ. Ἀποσπ. 12· ὡσαύτως, αἱ θεσμοφόροι Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 70, Πλούτ. ἐν Δίωνι 56, κτλ.· προσέτι ὡς ὄνομα τῆς Ἴσιδος, Διόδ. 1. 14· τοῦ Διονύσου, Ὀρφ. Ὕμν. 41. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
législateur ; ἡ θεσμοφόρος la législatrice (Déméter) ; αἱ θεσμοφόροι ou τὼ θεσμοφόρω AR les deux législatrices (Déméter et Perséphone).
Étymologie: θεσμός, φέρω.
English (Slater)
θεσμοφόρος
1 lawbringing πότνια θεσμοφόρε Persephone fr. 37.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ θεσμοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει, που παρέχει θεσμούς, ο νομοθέτης
αρχ.
1. (το θηλ. ως επίθ. της Δήμητρος) αυτή που εισάγει θεσμούς για την καλλιέργεια της γης, τον καταρτισμό της κοινωνίας, τον νόμιμο γάμο κ.λπ.
2. ως κύριο όν. ὁ Θεσμοφόρος
επίθ. του Διονύσου
3. (στον δυϊκό αριθ.) «τὼ θεσμοφόρω» — η Δήμητρα και η Περσεφόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια-φόρος, ανθο-φόρος, δασμο-φόρος.
Greek Monotonic
θεσμοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που νομοθετεί, αρχαίο όνομα της Δήμητρας (Ceres), σε Ηρόδ.· τὼ θεσμοφόρω, Δήμητρα και Περσεφόνη, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
θεσμοφόρος: ὁ, ἡ законодатель(ница) (Ἶσις Diod.): Δημήτηρ θ. Her., Luc., Plut., Anth. Деметра-Законодательница (как основательница земледелия, семейной и гражданской жизни): τὼ θεσμοφόρω Arph. и αἱ θεσμοφόροι Plut. обе законодательницы (о Деметре и Персефоне).
Middle Liddell
θεσμο-φόρος, ον φέρω
law-giving, an ancient name of Demeter (Ceres), Hdt.; τὼ θεσμοφόρω Ceres and Proserpine, Ar.