βιοτή
οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep
English (LSJ)
ἡ, A = βίοτος, βίος, Od.4.565, Phoc. 10; ἑκατονταετὴς β. Pi.P.4.282: Trag. in lyr., A.Pers.853, S.Ph.690, E.Andr.785; rare in Prose, Hdt. 7.47, Democr. 200, 297, X.Cyr.7.2.27, Acl.NA2.23: metaph. of foods, τὰ ἀσθενέστερα σιτία ὀλιγοχρόνιον β. ἔχει Hp. Epid.6.5.14. II living, sustenance, S.Ph.164,1159, Ar.V.1452 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 446] ἡ (Nebenform von βίοτος, vgl. s. v. βιός), das Leben; Hom. Odyss. 4, 565 τῇ περ ῥηίστη βιοτὴ πέλει ἀνθρώποισιν; v. l. Iliad. 23, 411, wo Antilochos zu seinen Pferden sagt οὐ σφῶιν κομιδὴ παρὰ Νέστορι ἔσσεται, αὐτίκα δ' ὔμμε κατακτενεῖ ὀξέι χαλκῷ, Scholl. Didym. κομιδή: ἔν τισι βιοτή; Pind. Pyth. 4, 282; Aesch. Pers. 839 u. sp. D.; Lebensart, Xen. Cyr. 7, 2, 27 u. Sp.; Lebensunterhalt, Soph. Phil. 1151.
Greek (Liddell-Scott)
βιοτή: ἡ, Λατ. vita, = βίοτος, βίος Ὀδ. Δ. 565, Φωκυλ. 10, Πίνδ. ΙΙ. 4. 503, καὶ παρ’ Ἀττ. ποιητ., οἷον Αἰσχύλ. Πέρσ. 852, Σοφ. Φ. 690, Εὐρ. Ἀνδ. 786· σπάν. παρὰ πεζοῖς, Ἡρόδ. 7. 47, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 27, Λουκ. ΙΙ. μέσα ζωῆς, εἰσόδημα, Σοφ. Φ. 164, 1160, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1452.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 vie;
2 moyens d’existence, particul. aliments.
Étymologie: cf. βίοτος.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. -ά B.5.53, A.Pers.854
I en rel. c. los medios econ.
1 poder nutritivo τὰ ἀσθενέστατα σιτία ὀλιγοχρόνιον βιοτὴν ἔχει los alimentos más ligeros tienen un poder nutritivo de menor duración Hp.Epid.6.5.14 (cf. II 1).
2 medios de vida, sustento δίζεσθαι βιοτήν Phoc.9, cf. A.Fr.168.7, 246b, S.Ph.164, 1159, ἀρκεῖ μετρία β. μοι σώφρονος τραπέζης E.Fr.893, cf. Ar.V.1452, εὑρήμασι πρὸς βιοτάν Philox.Leuc.(b) 5.
3 modo de vida, vida ῥηΐστη β. πέλει ἀνθρώποισιν en el Elisio Od.4.565, B.l.c., βιοῦσιν οὐ τερπόμενοι βιοτῇ de los avaros, Democr.B 200, de un lagarto, Ael.NA 2.23.
II indep. de los medios econ.
1 tiempo de la vida, vida ἑκατονταέτης Pi.P.4.282, cf. Democr.B 297, τέρμα βιοτῆς SEG 29.1003 (Roma III d.C.), τὸ λειπόμενον βιοτᾶς Ariphro 1.2, cf. Lyr.Adesp.119.15, Plot.3.3.4, Nonn.Par.Eu.Io.12.25.
2 vida identificada c. el suj. vida personal, vida humana φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι Pi.N.7.54, πανδάκρυτος S.Ph.690, cf. E.Fr.916, ὦ δυστάνου, μᾶτερ, βιοτᾶς E.Hec.198, cf. Io 490, Epicur.Fr.[81].8, Orác. en Eun.VS 464, Nonn.Par.Eu.Io.5.29.
Greek Monolingual
βιοτή, η (AM)
η ζωή (ως κατάσταση), τρόπος ζωής
αρχ.
τα μέσα της ζωής, τα αναγκαία για τη συντήρηση, το εισόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βίος.
Greek Monotonic
βιοτή: ἡ,
I. βίοτος, βίος, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. Ποιητ.
II. μέσα ζωής, εισόδημα, σε Σοφ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βιοτή: ἡ Hom., Pind., Trag., Her., Xen. = βίοτος.
Middle Liddell
I. = βίοτος, βίος, Od., attic Poets.
II. a living, sustenance, Soph., Ar.