ἀναφλέγω

From LSJ
Revision as of 10:21, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφλέγω Medium diacritics: ἀναφλέγω Low diacritics: αναφλέγω Capitals: ΑΝΑΦΛΕΓΩ
Transliteration A: anaphlégō Transliteration B: anaphlegō Transliteration C: anaflego Beta Code: a)nafle/gw

English (LSJ)

A light up, rekindle, E.Tr.320 (lyr.). II inflame, ἐπιθυμίαν Ph.2.48; ἔρωτα Plu.Alc.17:—Pass., to be inflamed with anger, Pl.Ep.349a; ἐξ ὑποψίας Conon 23.1; to be inflamed, Ἔρωτος τραῦμα AP12.80 (Mel.); to be excited, ὑπ' ὀργῆς Plu.2.798f; ὑπὸ λιμοῦ Ael.NA15.2; ἀ. τὴν ψυχήν Plu.Dio4; δίψος ἀναφλέγεται Id.Ant.47, etc.; διανοίας ὑπὸ φιλοτιμίας ἀναφλεγομένης Jul.Or.2.83c.

German (Pape)

[Seite 214] wieder anzünden, wieder aufregen, πυρὸς φῶς Eur. Troad. 320; Plat. Ep. II, 349 a, ἀνεφλέχθη, er entbrannte in Zorn; Plut. Pelop. 32, oft; ἔρωτα Plut. Alc. 17; πρὸς ἀρετὴν ἀναφλέγεται τὴν ψυχήν, sein Herz wird für Tugend entflammt, Dion. 4; τραῦμα Mel. 55 (XII, 80); ἀναφλεχθεὶς ὑπὸ λίμου Ael. H. A. 15, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφλέγω: ἀνάπτω, ἀνάπτω πάλιν, ἐγὼ τόδ’ ἐπὶ γάμοις ἐμοῖς ἀναφλέγω πυρὸς φῶς Εὐρ. Τρω. 320.
ΙΙ. μεταφ., ὑποκινῶ, ἀνάπτω, κάμνω τι νὰ ἀνάψῃ, «δίνω φωτιά», ὁ δὲ παντάπασι τὸν ἔρωτα τοῦτον ἀναφλέξας αὐτῶν Πλουτ. Ἀλκ. 17: - συχν. κατὰ παθ., ἐξάπτομαι, ἀνάπτω ἐκ θυμοῦ, ὁ δὲ ἀκούσας ἀνεφλέχθη τε καὶ παντοδαπὰ χρώματα ἧκεν Ἐπιστ. Πλάτ. 319Α. - εἶμαι πεφλογισμένος ἐν Ἀνθ. Π. 12. 80· ἐξάπτομαι καὶ πράττω τι, ἀναφλεχθεὶς ὑπ’ ὀργῆς, ἐξαφθείς, 2. 798F· ὑπὸ λοιμοῦ Αἰλ. π. Ζ. 15. 2· πρὸς ἀρετὴν Πλουτ. Δίων 4· δίψος ἀναφλέγεται ὁ αὐτ. Ἀντών. 47, κτλ.

French (Bailly abrégé)

enflammer, fig. enflammer (d’amour), attiser (l’amour);
Pass. être enflammé, s’enflammer.
Étymologie: ἀνά, φλέγω.

Spanish (DGE)

I 1encender, prender πυρὸς φῶς E.Tr.320
v. pas. νάφθαν ... ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἀναφλεγόμενον Plu.2.681c.
2 fig. inflamar, excitar ἐπιθυμίαν Ph.2.48, ἔρωτα Plu.Alc.17
en v. pas. Ἔρωτος τραῦμα AP 12.80 (Mel.), cf. Plu.2.138f, Luc.Fug.10.
II en v. med.-pas. enfurecerse Pl.Ep.349a, ἐξ ὑποψίας Cono 1.23, τῷ θυμῷ Aristaenet.2.20.10
excitarse τὴν ψυχήν Plu.Dio 4, ὑπ' ὀργῆς Plu.2.798f, ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Ael.NA 15.2, δίψους ἀναφλεγομένου Plu.Ant.47.

Greek Monolingual

(AM ἀναφλέγω)
1. ανάβω, καίω
2. εξάπτω, υποκινώ
3. παθ. καίγομαι, παίρνω φωτιά
αρχ.
μέσ. εξάπτομαι, οργίζομαι, φθάνω ως την παραφορά.

Greek Monotonic

ἀναφλέγω: μέλ. -ξω, ανάβω, αναφλέγω, σε Ευρ.· μεταφ., ἀν. ἔρωτα, σε Πλούτ. — Παθ., είμαι φλογισμένος, ενθουσιώδης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφλέγω:
1) вновь зажигать, разжигать (πυρὸς φῶς Eur.); pass. загораться, воспламеняться (ἀνεφλέγη ὁ ὄροφος Luc.);
2) распалять, возбуждать (τὸν ἔρωτα Plut.): ἀκούσας ἀναφλέχθη Plat. услышав (это), он вскипел (от негодования); ἀναφλεχθεὶς τὸ φιλότιμον Plut. обуреваемый честолюбием.

Middle Liddell


to light up, rekindle, Eur.: metaph., ἀν. ἔρωτα Plut.:—Pass. to be inflamed, excited, Anth.