δίοψις
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
εως, ἡ, A a view through, Plu.2.915a; transparency, ib.408e: metaph., ἤθους Id.Comp.Dem.Cic.1. II metaph., consideration, Pl.Ti.40d codd. (δι' ὄψεως Procl.).
German (Pape)
[Seite 639] ἡ, das Durchsehen, Plut. prim. frigid. 9; die Anschauung, Plat. Tim. 40 d u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δίοψις: -εως, ἡ, θέα διὰ μέσου, Πλούτ. 2. 915Α, κτλ. ΙΙ. μεταφ., θεωρία, ἐξέτασις, Πλάτ. Τιμ. 40D· διαφάνεια, Πλούτ. 2. 408Ε.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de voir à travers;
2 perspicacité.
Étymologie: διόψομαι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 visibilidad, visión a través del agua del mar, Plu.2.915a, δ. τοῦ φωτός impedida por la niebla, Plu.2.948e, cf. Poll.2.58, Hsch.
•fig. inspección, contemplación atenta τὸ λέγειν ἄνευ διόψεως ... μάταιος ἂν εἴη πόνος Pl.Ti.40d (cód.)
•percepción τοῦ ἤθους ἐν τοῖς λόγοις ἐκατέρου Plu.Comp.Dem.Cic.1.
2 transparencia fig. τοῦ νοῦ δ. transparencia de sentido de una sentencia, Plu.2.408e, cf. Dam.in Phd.174.
Greek Monolingual
δίοψις, η (A) όψις
1. κοίταγμα μέσα από κάτι
2. διαύγεια, διαφάνεια
3. εξέταση, θεωρία, σκέψη.
Russian (Dvoretsky)
δίοψις: εως ἡ
1) видение насквозь: τοῦ φωτὸς οὐ παρέχειν τῇ αἰσθήσει δίοψιν Plut. не пропускать света, быть непрозрачным;
2) проницательность (τοῦ νοῦ Plut.);
3) рассмотрение (τούτων Plat.).