βάνω

From LSJ
Revision as of 08:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source

Greek Monolingual

βάνω)
1. (για το βλέμμα) ρίχνω, στρέφω
2. (για κτήριο) χτίζω
3. (για ενδύματα και όπλα) φορώ
4. φρ. «βάνω στον νου μου», «βάνει ο λογισμός» κ.λπ.
σκέπτομαι, θυμάμαι
νεοελλ.
Ι. ενεργ.
1. ρίχνω κάτω, καταβάλλω
2. ρίχνω, εκτοξεύω
3. ρίχνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο, ανακατεύω
4. κερνώ
5. τοποθετώ
6. φυτεύω ή σπέρνω
7. διορίζω
8. συμπεριλαμβάνω
9. φρ. «βάνω το κεφάλι μου» ή «τον εαυτό μου» — ριψοκινδυνεύω, θυσιάζω
II. μέσ.
1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω κάτι
2. επιχειρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστωτικός τύπος του βάλλω < βάλνω < αρχ. βάλλω (πρβλ. σφάνω < σφάλνω < σφάλλω). Η ετυμολ. < αρχ. βαίνω, με επίδραση του βάλλω δεν φαίνεται πειστική].