βάθρο

From LSJ
Revision as of 08:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source

Greek Monolingual

το (AM βάθρον)
1. μέρος όπου ανεβαίνει ή στέκεται κάποιος
2. βάση, υποστήριγμα αγάλματος
3. «εκ βάθρων» — από τα θεμέλεια, ολοσχερώς
αρχ.
1. βαθμίδα, σκαλοπάτι
2. σκαλωσιά
3. στερεό έδαφος, στεριά
4. κάθισμα
5. πληθ. βάθρα
τα θεμέλια πόλης, σπιτιού κ.λπ.
6. φρ. α) «ἐν βάθροις εἰμί» — στέκομαι όρθιος β) «κινδύνου βάθρα» — στο χείλος του κινδύνου, στην άκρη του γκρεμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < το θ. του βαίνω + (επίθημα) -θρον (πρβλ. άρθρον, έλκηθρον, σάρωθρον κ.ά.).
ΣΥΝΘ. ανάβαθρο(ν), υπόβαθρο(ν) αρχ. διάβαθρον, επίβαθρον, μαλάβαθρον
μσν.
φυσόβαθρον
νεοελλ.
κιονόβαθρο(ν), μεσόβαθρο(ν), πλατυβαθρο(ν), τοιχόβαθρο(ν)].