ευτυχής
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
Greek Monolingual
-ές και εύτυχος, -η, -ο (ΑΜ εὐτυχής, -ές, Μ και εὔτυχος, -η, -ο)
αυτός που έχει ή φέρνει καλή τύχη, αυτός που ευνοείται από την τύχη, ο ευτυχισμένος, ο καλότυχος (α. «ευτυχές το νέο έτος» β. «πῶς δ' οὐκ ἐγὼ χαίροιμ' ἃν ἀνδρὸς εὐτυχῆ κλύουσα πρᾱξιν τήνδε, πανδίκῳ φρενί;», Σοφ.)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) ικανοποιημένος, ευχαριστημένος από κάποιο γεγονός («είμαι ευτυχής που σέ γνώρισα»)
2. (για ενέργεια) επιτυχημένος, σωστός («είχε την ευτυχή έμπνευση να...)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που συνεπάγεται ευτυχία, ο τυχερός, ο γούρικος
μσν.
1. (για τον αυτοκράτορα) καλότυχος
2. (για ομιλητή) εύστοχος
3. ευχάριστος
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὐτυχής
ο άρχοντας, ο προύχοντας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτυχές
η ευτυχία.
επίρρ...
ευτυχώς (ΑΜ εὐτυχῶς)
1. με καλή τύχη, με ευτυχία
2. με επιτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τυχης (< τύχη / τυχείν), πρβλ. α-τυχής, δυσ-τυχής].