ηλίβατος

Revision as of 09:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἠλίβατος και δωρ. ἀλίβατος, -ον (Α)
1. (στον Όμ. πάντα για απότομους βράχους) ψηλός, απότομος, απόκρημνος, ανηφορικός
2. (για δέντρα, καθώς και για τον θρόνο του Διός στην Ολυμπία) ψηλός, μεγάλος (τῶν ἠλιβάτων θρόνων ἄρχοντα», Αριστοφ.)
3. (για τη φωτιά) αυτός που ανεβαίνει ψηλά
4. (για σπηλιές, κρυψώνες κ.λπ.) βαθύς
5. μτφ. μεγάλοςἠλίβατος εὐήθεια», Πορφ.)
6. μτφ. τεράστιος, υπέρμετρος, υπέρογκος («κύματος ἠλιβάτου», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, < ηλιτό-βατος «άβατος, δύσβατος» με συλλαβική ανομοίωση. Το α΄ συνθετικό συνδέεται στην περίπτωση αυτή με τη ρίζα αλιτ- (βλ. λ. αλείτης), το δε αρχικό η- οφείλεται σε μετρική έκταση, άποψη που ενισχύεται από την ύπαρξη του επιθ. ηλιτό-μηνος. Η διάκριση β΄ συνθετικού (< βαίνω) θεωρήθηκε από πολλούς λαϊκή παρετυμολογική σύνδεση τών αρχαίων και αμφισβητήθηκε, ενισχύεται όμως από την ύπαρξη του επιθ. ηλι-βάτας (τράγος) «(τράγος) που συχνάζει σε απόκρημνα μέρη». Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από θ. λιβ- με προθεματικό φωνήεν και κατάλ. -ατος (πρβλ. μέσ(σ)-ατος, τρίτ-ατος). Στην περίπτωση αυτή το θ. συνδέεται με το β' συνθετικό του αιγίλιψ«απόκρημνος» και της γλώσσας του Ησυχίου ά-λιψ «εκεί που δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις»].