Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάστορας

From LSJ
Revision as of 10:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452

Greek Monolingual

ο και καστόρι και καστόρχι, το (AM κάστωρ)
ζωολ. μικρό θηλαστικό τρωκτικό ζώο της οικογένειας καστορίδες, γνωστό για το ωραίο και πολύτιμο δέρμα του και για την ικανότητά του να χτίζει φωλιές μέσα στο νερό τών ποταμών με κορμούς και κλάδους δέντρων
νεοελλ.
1. (ορυκτ.) το ορυκτό πεταλίτης
2. αστρον. ως κύριο όν. Κάστωρ
ονομασία ενός από τους λαμπρότερους αστέρες του αστερισμού τών Διδύμων
αρχ.
1. το αντισπασμωδικό φάρμακο καστόρι(ον) που παρασκευαζόταν από το έκκριμα τών γεννητικών αδένων του κάστορα
2. άλλη ονομασία του φυτού κρόκος
3. μυθ. ως κύριο όν. ο ένας από τους Διόσκουρους, γιους του Διός και της Λήδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα kad- «διαπρέπω, διακρίνομαι», οπότε θα είχε τη σημ. «αυτός που διαπρέπει», και συνδέεται με παρακμ. κέκασμαι, κεκαδμένος «διακρίνομαι» και καστιάνειρα και αρχ. ινδ, śāśadun «διαπρέπω». Η κατάληξη -τωρ εμφανίζεται συχνά σε ανθρωπωνύμια (πρβλ. Αμύν-τωρ). Τη λ. δανείστηκε η λατ. και από τη λατ. τή δανείστηκαν διάφορες ευρωπ. γλώσσες.
ΠΑΡ. καστορίδες, καστόριος, καστόρι(ον)
αρχ.
καστόρειος, καστορίζω
νεοελλ.
καστόρινος].