κάστανο
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
Greek Monolingual
το (AM κάστανον, Α και κάστανος και καστανέα και καστανιά, ή, και καστάναιον και καστάν(ε)ιον, τὸ)
ο καρπός του δέντρου καστανιά
νεοελλ.
φρ. α) «βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά» — εκτελώ το δύσκολο και επικίνδυνο μέρος μιας πράξης από την οποία πρόκειται να ωφεληθεί άλλος
β) «δεν χαρίζω κάστανα» — δεν κάνω υποχωρήσεις ή εξαιρέσεις, είμαι αυστηρός
μσν.
η καστανιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., λ. μάλλον μικρασιατικής προελεύσεως (πρβλ. αρμεν. kask «κάστανο», kaskeni «καστανιά»). Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή castanea, την οποία στη συνέχεια δανείστηκαν διάφορες ρομανικές αλλά και κελτικές και γερμανικές γλώσσες (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. chestina). Παρ. της λ. είναι ορισμένα τοπωνύμια (πρβλ. Καστανίς, πόλη της Μικράς Ασίας, Καστανέα, πόλη της Μαγνησίας).
ΠΑΡ. καστανέα (καστανιά)
αρχ.
κασταναϊκός, καστάναιον, καστάνειος, καστανικός
μσν.
καστανάτος, καστανέων
νεοελλ.
καστανάς, καστανός, καστανωτά.
ΣΥΝΘ. μσν. καστανούχος
νεοελλ.
καστανέρυθρος, καστανομάλλης, καστανομάτης, καστανόξανθος, καστανοπώλης, καστανότοπος, κατανόφαιος, καστανόχρους, καστανόχρωμος, καστανόχωμα, καστανοχώρι].