Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καπετάνιος

From LSJ
Revision as of 13:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

και καπετάνος και καπεταναίος, ο (Μ καπετάνιος και καπετάνος και καπεταναΐος και καπετάνης)
1. αρχηγός σώματος ενόπλων, οπλαρχηγός
2. οδηγός, ηγέτης
νεοελλ.
1. κυβερνήτης πλοίου, πλοίαρχος
2. παροιμ. «ο καλός καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται» — στις δύσκολες περιστάσεις φαίνεται η ικανότητα του ατόμου
μσν.
1. αξιωματούχος, βαθμοφόρος
2. αρχηγός στόλου, ναύαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αντιδάνεια λ.: ο λόγιος μσν. τ. κατεπάνω (< κατ’ ἐπάνω), δημώδης τ. κατεπάνος, «τίτλος αξιωματούχου εξουσιοδοτημένου για τη διοίκηση τών ιταλικών επαρχιών» > λατ. catepanus και με αφομοίωση catapanus > λατ. capitan(e)us, με παρετυμολογική συσχέτιση με τη λεξιλογική ομάδα της λ. caput, -itis «κεφαλή» (πρβλ. capit-alis, capit-olium) > βεν. capetanio > καπετάνιος].