μεγαλοκευθής
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ές, A concealing much: capacious, θάλαμοι Pi. P.2.33.
German (Pape)
[Seite 106] ές, viel bergend, geräumig, θάλαμοι, Pind. P. 2, 33.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοκευθής: -ές, ὁ μεγάλα ἢ πολλὰ κρύπτων, περιεκτικός, εὐρύχωρος, θάλαμοι Πινδ. Π. 2. 60.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très profond.
Étymologie: μέγας, κεύθω.
English (Slater)
μεγᾰλοκευθής
1 with vast interior μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις (P. 2.33)
Greek Monolingual
μεγαλοκευθής, -ές (Α)
αυτός που περικλείει πολλά μέσα του («μεγαλοκευθεῑς θάλαμοι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -κευθής (< κεύθος < κεύθω), πρβλ. παγ-κευθής].
Greek Monotonic
μεγᾰλοκευθής: -ές, αυτός που μπορεί να σκεπάσει πολλά, ευρύχωρος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοκευθής: вместительный, просторный (θάλαμοι Pind.).