μεθύσι
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
και μεθήσι, το
1. το αποτέλεσμα του μεθώ, διανοητική και οργανική διαταραχή που οφείλεται σε υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών, υπερβολική οινοποσία
2. (κατ' επέκτ.) παράλυση που οφείλεται σε υπερβολική ηδονή, ηδονική ζάλη
3. μτφ. α) αισθησιακή τέρψη
β) ενθουσιασμός
4. φρ. α) «έγινε στουπί [ή τάπα ή τύφλα] στο μεθύσι» — είναι πάρα πολύ μεθυσμένος
β) «κάνει καλό μεθύσι» — διατηρεί καλή διάθεση ή συμπεριφορά και όταν είναι μεθυσμένος
γ) «το 'ρίξε στο μεθύσι» — άρχισε να πίνει και να μεθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. απαρέμφατο μεθύσειν, εξ ου και η παλαιότερη ετυμολ. γραφή (το) μεθύσει (πρβλ. φιλί < φιλεῖν, φα(γ)ί < φαγεῖν κ.λπ.). Ο τ. με -η- υπό την επίδραση του μέθη.