κακόπιστος

From LSJ
Revision as of 18:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make

Source

German (Pape)

[Seite 1302] treulos, Sp.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόπιστος, -ον)
αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, ο κακής πίστεως, δόλιος, ανειλικρινής
νεοελλ.
αυτός που διαστρέφει την αλήθεια για δικό του όφελος
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει εσφαλμένη θρησκευτική πίστη, αιρετικός, κακόδοξος.
επίρρ...
κακοπίστως και κακόπιστα (Α κακοπίστως)
νεοελλ.
με υστεροβουλία, με πονηριά, δόλια
αρχ.
με άτοπη εμπιστοσύνη, με πίστη που δίνεται σε άνθρωπο ο οποίος δεν τήν αξίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πιστος (< πιστός), πρβλ. αξιόπιστος, καλόπιστος].