πρωτοβόλος

From LSJ
Revision as of 13:27, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοβόλος Medium diacritics: πρωτοβόλος Low diacritics: πρωτοβόλος Capitals: ΠΡΩΤΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: prōtobólos Transliteration B: prōtobolos Transliteration C: protovolos Beta Code: prwtobo/los

English (LSJ)

ον, (βάλλω) A budding, fresh, ἥβη AP7.217 (Asclep.); βλέφαρα ib.5.61 (Rufin.). 2 in course of shedding the first or milk teeth, of horses (intermediate between ἄβολος and παντιβόλος), PPetr.2p.115 (iii B.C.), Anatolian Studies 204 (Pisidia), Hippiatr.20; κάμηλος, ὄνος, BGU468.9 (ii A.D.), PFay. 92.23 (ii A.D.). II proparox. πρωτόβολος, ον, Pass., first struck, τέρμονα π. ἁλίῳ E.Tr.1068 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 804] zuerst werfend, bes. die Zähne zum ersten Male wechselnd, die ersten Milchzähne verlierend, gew. vom Pferde, Sp.; übertr., ἥβης ἄνθος πρωτοβόλου, Plat. epigr. 6 (VII, 217, Asclepds), erst aufkeimend; mit verändertem Ton, zuerst getroffen, τέρμονα πρωτόβολον ἁλίῳ, Eur. Troad. 1068.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοβόλος: -ον, (βάλλω) ὁ κτυπῶν πρῶτος, βλέφαρα παρὰ τῷ Ἰακωψίῳ ἐν Ἀνθ. Π. 3. σ. 67. 2) ὁ ἀλλάσσων τοὺς πρώτους ὀδόντας, ἐπὶ ἵππου, Ἱππιατρ. ΙΙ. προπαροξ. πρωτόβολος, ον, παθ., ὁ πρῶτος βαλλόμενος, τέρμονά τε πρωτόβολον ἁλίῳ Εὐρ. Τρῳάδ. 1068.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που για πρώτη φορά ρίχνει κάτι
2. (ιδίως για ζώα) αυτός που αποβάλλει τα πρώτα του δόντια («ὄνος θήλεια πρωτοβόλος», πάπ.)
αρχ.
ανθηρός, δροσερός, ακμαίοςπρωτοβόλος ἥβη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. μακροβόλος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].

Russian (Dvoretsky)

πρωτοβόλος: досл. раньше всех дающий ростки, перен. впервые расцветающий (ἥβης ἄνθος Anth.).