ὀργανικός

Revision as of 07:09, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "distd. from" to "distinguished from")

English (LSJ)

ή, όν, A serving as organs or instruments, instrumental, esp. of the several parts of the body, Arist.PA646b26: distinguished from τὰ κινητικά, Id.GA742b10; τὰ ὀ. μέρη Id.EN1110a16, cf. PA661b29, GA739b14, al.; αἱ ὀ. [ἀρεταί], of a slave, Id.Pol.1259b23; ὀ. καὶ μηχανικαὶ κατασκευαί Plu.2.718f; esp. of war-engines, ἡ ὀ. βία D.S.17.43; ὀ. κατασκευαί Onos.42.3 : metaph., ὁ ὀ. εἰς πλήθη λόγος speech which is brought to bear on the mob, Plu.Cat.Mi.4; of musicians, practical, opp. λογικοί (theoretical), Id.2.657e; ἐποιεῖτο ἀκροάσεις λογικάς τε καὶ ὀ. Supp.Epigr.2.184.6 (Tanagra, ii B.C.); so of surgeons, τῶν ὀ. οἱ διασημότεροι PMed.Lond.155.2.13; ἡ ὀ. (sc. τέχνη) Plu.Marc.14; but ὀργανικός, = λογικός, logical, Elias in Porph.115.17. Adv. -κῶς by way of instruments, Arist.EN1099b28; -κώτερον making more use of instruments, Simp.in Cael.504.33; τὸ κινοῦν ὀ. Arist.de An.433b21.

German (Pape)

[Seite 368] von, mit Werkzeugen, organisch, μέρη, Arist. eth. 3, 1; auch adv. ὀργανικῶς, 1, 9, 7; Sp., wie Plut. Cat. min. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργᾰνικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ὡς ὄργανου, μάλιστα ἐπὶ τῶν διαφόρων μερῶν τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 1, 12· τὰ ὀργ. μέρη ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 3. 1, 6, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.· αἱ ὀργ. ἀρεταί, ἐπὶ δούλου, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 13, 2· ὀργ. καὶ μηχανικαὶ κατασκευαὶ Πλούτ. 2. 718Ε· - ἰδίως ἐπὶ πολεμικῶν μηχανῶν, ἡ ὀργαν. βία Διόδ. 17. 43, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα Νεώτ. 4· - ἐπὶ μουσικῆς, Πλούτ. 2. 657D. Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ μέσου ὀργάνων, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 9, 7· τὸ κινοῦν ὀργ. ὀ αὐτ. π. Ψυχῆς 3. 10, 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les instruments;
2 propre à servir d’instrument, qui agit comme un instrument : εἰς πλήθη PLUT sur les foules.
Étymologie: ὄργανον.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀργανικός, -ή, -όν) όργανον
1. αυτός που χρησιμεύει ως όργανο
2. αυτός που αποτελείται από όργανα
3. αυτός που ανήκει στις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργανο ή σε ζώντα οργανισμό
2. αυτός που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα ενός οργανισμού
3. ιατρ. (για παθήσεις) αυτός που έχει σωματική προέλευση, σε αντιδιαστολή με τον ψυχικό ή λειτουργικό («οργανικό φύσημα της καρδιάς»)
4. το θηλ. ως ουσ. η οργανική
μία από τις οκτώ πτώσεις της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας η οποία δήλωνε το όργανο και γενικά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται κάτι
5. φρ. α) «οργανικές ενώσεις» — γενική ονομασία τών χημικών ενώσεων που περιέχουν άνθρακα
β) «οργανική χημεία» — κλάδος της χημείας που αναφέρεται στη μελέτη του άνθρακα και τών ενώσεών του, σε αντιδιαστολή προς την ανόργανη χημεία
β) «οργανική θέση» — θέση που κρίνεται απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία μιας υπηρεσίας
γ) «οργανικός νόμος» — θεμελιώδης νόμος που αναφέρεται στα σχετικά με την οργάνωση ενός κράτους και τών υπηρεσιών του
δ) «οργανική αρχιτεκτονική» — αρχιτεκτονική αντίληψη κατά την οποία οι μορφές τών κτηρίων πρέπει να υπαγορεύονται όχι μόνον από την αυστηρή λειτουργικότητα αλλά και από το περιβάλλον, όπως συμβαίνει στους ζωντανούς οργανισμούς, καθώς και από τις τοπικές συνθήκες και τις ανάγκες του ατόμου
ε) «οργανικές παθήσεις» — οι παθήσεις που οφείλονται σε εμφανή ιστολογική αλλοίωση ενός οργάνου, σε αντιδιαστολή προς τις λειτουργικές παθήσεις
στ) μουσ. i) «οργανική μουσική» — μουσική κατά την οποία ακούγονται μόνο τα όργανα χωρίς φωνές, αλλ. ενόργανη μουσική
ii) «οργανικό μέρος»
(σε μία παρτιτούρα) το μέρος που έχει σχέση αποκλειστικά με τα όργανα, με την ορχήστρα
μσν.
ο συγκροτημένος με λογικό τρόπο
αρχ.
1. αυτός που γίνεται αντιληπτός με πράξεις
2. αυτός που κατασκευάζεται με όργανο
3. (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) ὀργανικώτερον
με τρόπο που αρμόζει σε όργανα του σώματος
4. το θηλ. ως ουσ. η τέχνη της κατασκευής με τη χρήση οργάνων.
επίρρ...
οργανικώς και -ά (ΑΜ ὀργανικῶς)
αναφορικά προς τη λειτουργία του οργανισμού
αρχ.
1. με όργανα
2. στη θέση οργανικής πτώσης.

Greek Monotonic

ὀργᾰνικός: -ή, -όν, αυτός που χρησιμεύει ως εργαλείο ή μηχάνημα, σε Πλούτ.· επίρρ. -κῶς, με μηχανικά μέσα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὀργᾰνικός:
1) служащий орудием, т. е. инструментальный, органический: τὰ ὀργανικά (μέρη) Arst. органы тела;
2) механический, машинный (ὀργανικαὶ καὶ μηχανικαὶ κατασκευαί Plut.);
3) перен. механический, бездушный, низменный (αἱ ὀργανικαὶ ἀρεταί, sc. τῶν δούλων Arst.);
4) способный воздействовать (ὁ ὀ. εἰς τὰ πλήθη λόγος Plat.).

Middle Liddell

ὀργᾰνικός, ή, όν
serving as instruments or engines, Plut. adv. -κῶς, by way of instruments, Arist.