πυρεῖον
English (LSJ)
Ion. πυρ-ήϊον, τό, mostly in plural, A firesticks, h.Merc.111, S.Ph. 36, Thphr.HP5.3.4, D.S.5.67, etc.; τάχ' ἂν . . τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων, ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην Pl.R.435a; πυοεῖά τε χερσὶν ἐνώμων Theoc.22.33; ἀμφὶ πυρήϊα δινεύεσκον A.R.1.1184; πυρεῖα συντρίψαντες Luc.VH1.32; the stationary piece was called ἐσχάρα, the drill τρύπανον, Thphr.Ign.64. II sg., earthen pan for coals (= θυμιατήριον, Hsch. (πυρίον), Phot., Suid.), LXXEx.27.3: pl., ib.2 Ch.4.11,21.
German (Pape)
[Seite 821] τό, ion. πυρήϊον, im plur., – 1) die Hölzer, welche man als das früheste Feuerzeug brauchte, indem man mit einem Holz an einem andern hohlen rieb, bis sie sich entzündeten, πυρήϊα, H. h. Merc. 111, als Erfindung des Hermes bezeichnet; übh. Feuerzeug, Soph. Phil. 36; vgl. Plat. τάχ' ἂν τρίβοντες ὥςπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην, Rep. IV, 435 a; τὰ πυρεῖα συντρίψαντες, Luc. V. H. 1, 32; vgl. An. Rh. 1, 1182. – 2) eine irdene Kohlenpfanne, LXX., Hesych. – Bei den Persern der Ort, wo das heilige Feuer unterhalten wird, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρεῖον: Ἰων. -ήιον, τό· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τεμάχια ξύλου προστριβόμενα ἐπ’ ἄλληλα μέχρις ὅτου ἀναφθῶσι, Λατ. igniaria, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 111, ἔνθα ὁ πανάρχαιος οὗτος τρόπος τοῦ ἀνάπτειν πῦρ ἀποδίδεται εἰς τὸν Ἑρμῆν (ἀλλὰ παρὰ τῷ Διοδ. 5. 67 εἰς τὸν Προμηθέα), Σοφ. Φιλ. 36· τάχ’ ἂν... τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων, ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην Πλάτ. Πολ. 435Α· πυρεῖά τε χερσὶν ἐνώμων Θεόκρ. 22. 33· ἀμφὶ πυρήϊα δινεύεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1184· πυρεῖα συντρίψαντες Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 32· τούτων τὸ ἀκίνητον διαμένον ἐκαλεῖτο ἐσχάρα ἢ στορεύς, τὸ δὲ ἐπ’ αὐτοῦ ταχέως στρεφόμενον ἐκαλεῖτο τρύπανον, Θεόκρ. π. Πυρὸς 64. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, ἀγγεῖον κεράμειον χρησιμεῦον πρὸς ἔνθεσιν ἀνημμένων ἀνθράκων, (= θυμιατήριον, Σουΐδ., Ἡσύχ.), Ἑβδ. Ἔξοδ. ΚΖ´, 3)· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι (Β´ Παραλ. Δ´, 11 καὶ 22).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ce qui sert à allumer le feu ; τὰ πυρεῖα morceaux de bois qu’on frottait l’un contre l’autre pour allumer du feu.
Étymologie: πῦρ.
Greek Monotonic
πῠρεῖον: Ιων. -ήΐον, τό, κυρίως στον πληθ., κομμάτια από ξύλο που προστρίβονται το ένα με το άλλο για να ανάψουν φωτιά, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρεῖον -ου, τό [πῦρ] meestal plur., dat wat dient om vuur te maken, i.h.b. (aanmaak)houtjes die men tegen elkaar wrijft.
Russian (Dvoretsky)
πῠρεῖον: ион. πυρήϊον τό горючий материал, pl. палочки для добывания огня (трением) HH, Soph., Plat., Theocr., Luc.
Middle Liddell
πῠρεῖον, ιονιξ -ήιον, ου, τό,
mostly in plural pieces of wood, rubbed one against another to produce fire, Hhymn., Soph., etc.