ποσότης
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A quantity, freq. in plural, Arist.Metaph.1028a19, Longin.2.2, S.E.P.1.129: sg., Plb.16.12.10, Vitr.1.2.2, Ph.1.9, al., Longin.12.1, CIG2712 (Mylasa), etc.
II amount, sum of money, IG14.956A11 (Rome, iv A. D.), BGU412.12 (iv A.D.).
III quantity of syllables, v.l.in An.Ox.3.282; number, στοιχείων Longin. Proll.Heph.p.87C.
German (Pape)
[Seite 687] ητος, ἡ, Größe nach Zahl od. Maaß, Quantität, Pol. 16, 12, 10 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποσότης: -ητος, ἡ, τὸ ποσόν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1. 2· ἐν τῷ πληθ., ποσά, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 129, Λογγῖν. 2.
Russian (Dvoretsky)
ποσότης: ητος ἡ πόσος количество Arst., Polyb., Sext.
Greek Monolingual
η / ποσότης, -ητος, ΝΜΑ ποσός
1. οτιδήποτε μπορεί να μετρηθεί, ό,τι επιδέχεται αυξομείωση (α. «ποσότητα χρημάτων» β. «εισαγωγή ειδών διατροφής σε μεγάλες ποσότητες»)
2. ο χρόνος διάρκειας τών φθόγγων, η ιδιότητα των συλλαβών να είναι μακρόχρονες ή βραχύχρονες
νεοελλ.
φρ. α) «ποσότητα ηλεκτρισμού» — παλαιότερη ονομασία του ηλεκτρικού φορτίου
β) «ποσότητα θερμότητας»
φυσ. η θερμική ενέργεια που περιέχεται σε ένα υλικό σύστημα
γ) «ποσότητα κίνησης σώματος»
(μηχαν.) άλλη ονομασία της ορμής
δ) «ποσότητα φωτός»
φυσ. το γινόμενο της φωτεινής έντασης μιας πηγής επί τον χρόνο εκπομπής της πηγής
αρχ.
αριθμός, πλήθος.