ἐξάγιστος
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (ἐξαγίζω) A devoted to evil, accursed, abominable, usually of persons, D.25.93, D.H.6.89, Ph.1.265, etc.; of things, λιμήν Aeschin.3.113; βουλεύματα Jul.Or.2.99b. II in S.OC1526 ἃ δ' ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ what things are matters of religion: cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 861] verwünscht, verflucht; von Personen, Dem. 25, 93; von Sachen, λιμήν Aesch. 3, 113; χρήματα Plut. Popl. 4; ἃ ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ, was geheim zu halten, zu erzählen sündhaft ist, Soph. O. C. 1523; nach Hesych. πάντα τὰ ἱερὰ καὶ ἀφωσιωμένα, ἃ οὐχ οἷόν τε ἐκκομίζεσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάγιστος: -ον, (ἐξαγίζω) ἐπάρατος, ἀκάθαρτος, πονηρός, Δημ. 798. 6, Αἰσχίν. 69, 29, Διον. Ἁλ. 6. 89, κτλ. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1526, ἃ δ’ ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ, ὅσα εἶναι θρησκευτικὰ πράγματα καὶ δὲν δύναταί τις νὰ τὰ ἀναφέρῃ χωρὶς νὰ ἀσεβήσῃ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’il faut repousser ou fuir comme impur, maudit, criminel ; ἃ δ’ ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ SOPH secret fatal auquel il ne faut pas toucher par la parole.
Étymologie: ἐξαγίζω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1sacrosanto, sagrado ἃ δ' ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ αὐτὸς μαθήσῃ tú mismo conocerás lo sacro que no puede cambiarse con palabras S.OC 1526.
2 perteneciente a la divinidad, consagrado οὐκ ἐπέτρεψαν οὐδενὶ φέρειν, ἀλλ' ὡς ἐξάγιστόν τε καὶ οὐχ ὡς ἐπιτήδειον εἰς οἰκίας εἰσενεχθῆναι no permitieron a nadie que se lo llevara (el grano producido por un campo consagrado a Marte), sino que como perteneciente al dios y no apto para ser llevado a las casas ... D.H.5.13
•subst. (τὰ) ἐξάγιστα objetos consagrados que no está permitido sacar del templo, Hsch.s.u. ἐξάγιστα.
3 prob. sacratísimo, intocable para los humanos en virtud de una profanación previa, ref. diversos objetos de valor inventariados en tesoros propiedad de templos σίγλοι καὶ ἀσκοί IEleusis 158.23 (IV a.C.), ἐξαγίστο χρυσίο συμμείκτο ἀσήμο IG 22.1401.26 (IV a.C.)
•subst. τὸ ἐ. IG 22.1453.10 (IV a.C.), τὸ οὐ δεόντως εἰσενεχθὲν εἰς ἱερόν. ἢ τὸ ἀκάθαρτον Hsch.s.u. ἐξάγιστον.
II execrable, abominable de pers. ἐ. ἔστω καὶ τὰ χρήματα αὐτοῦ Δήμητρος ἱερά sea considerado execrable y sus bienes consagrados a Deméter D.H.6.89, de los profanadores de una tumba TAM 5.423.9 (Lidia, rom.), subst. D.25.93, Ph.1.265, Gr.Naz.M.35.621C, Hsch.s.u. ἐξάγιστος
•no de pers. λιμὴν ὁ νῦν ἐ. καὶ ἐπάρατος ὠνομασμένος Aeschin.3.107, cf. 113, 119, χρήματα por ser aceptadas por una persona venal, Aeschin.3.114, βουλεύματα Iul.Or.3.99b, κολακεία Phld.Adul.3.4G., ἡδονή Synes.Calu.21 (p.228)
•subst. neutr. plu. τὰ ἐξάγιστα abominaciones (ἐξάγιστα) πρῶτος εἰς τὴν Ῥωμαίων πόλιν εἰσαγαγών D.H.4.79, ἐξάγιστα κατηγορεῖν Plu.Publ.4.
Greek Monolingual
ἐξάγιστος, -ον (Α)
1. (για πρόσ. και άψυχα) επάρατος, καταραμένος, πονηρός, αχρείος («καὶ τὸν λιμένα τὸν ἐξάγιστον καὶ ἐπάρατον», Αισχίν.)
2. (για πράγμ.) μολυσμένος, ακάθαρτος («ἀσκοὶ ἐξάγιστοι», επιγρ.)
3. αυτός που αναφέρεται στη θρησκεία («ἅ δ' ἐξάγιστα μηδὲ κινεῑται λόγω», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐξάγιστος: -ον (ἐξαγίζω),
I. αφιερωμένος στο κακό, καταραμένος, απεχθής, αποτρόπαιος, απαίσιος, σε Δημ., Αισχίν.
II. ἐξάγιστα, ιερά, όσια πράγματα, θέματα πίστης, θρησκείας, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξάγιστος: проклятый, заклятый, отверженный (πονηρότατος καὶ ἐ. Dem.; λιμήν Aeschin.): τὰ ἐξάγιστα Soph. страшные тайны, Plut. ужасные преступления.
Middle Liddell
ἐξάγιστος, ον adj ἐξαγίζω
I. devoted to evil, accursed, abominable, Dem., Aeschin.
II. ἐξάγιστα holy things, matters of religion, Soph.