Ἀλαλκομενηΐς
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ΐδος, epithet of Athena, Il.4.8, 5.908: either from Boeot. town Alalcomenae or (as Aristarch.) from ἀλαλκεῖν, Protectress: —also Ἀλαλκομένη BCH 1.82 (Chios): masc. Ἀλαλκομενεύς, έως, of Zeus, EM56.10.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀλαλκομενηΐς: ΐδος, ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Δ. 8., Ε. 908: κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ. ἐκ τῆς Βοιωτ. πόλεως Ἀλαλκομεναί, ἀλλὰ κάλλιον ἐκ τοῦ ἀλαλκεῖν, ἡ προστάτις. Ὑπάρχει καὶ ἀρσ. Ἀλαλκομενεύς, έως, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ἐτυμ. Μ.
French (Bailly abrégé)
ΐδος (ἡ) :
qui repousse l’ennemi, la déesse protectrice (Athéna).
Étymologie: ἀλαλκεῖν.
Spanish (DGE)
-ΐδος
• Alolema(s): Ἀλαλκομένη BCH 1.1877.82 (Quíos)
• Prosodia: [ᾰ-]
epít. de Atenea, prob. protectora, Il.4.8, 5.908, cf. EM α 758 (según Aristarco por la ciudad beocia de Alalcómenas), cf. Ἀλαλκομενία.
Greek Monotonic
Ἀλαλκομενηΐς: -ΐδος, επίθετο της Αθηνάς, πιθ. από το ἀλαλκεῖν, η Προστάτιδα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
Ἀλαλκομενηΐς: ΐδος ἡ Ἀλαλκομεναί и по созвучию с ἀλαλκεῖν Алалкоменеида, «Отражательница врагов», «Защитница» (эпитет Афины) Hom.