αλέκτωρ

From LSJ
Revision as of 14:12, 13 December 2021 by Spiros (talk | contribs)

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464

Greek Monolingual

(I)
ἀλέκτωρ)
κόκορας, πετεινός
αρχ.
1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές
2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ (για άλλες σημασίες της λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός» προέρχεται από το ρ. ἀλέξω «απομακρύνω, αποκρούω, υπερασπίζομαι», ως δραστικό δε όνομα που ήταν, όπως δείχνει η κατάλ. -τωρ (πρβλ. ρή-τωρ, πράκ-τωρ, γεννή-τωρ), σήμαινε αρχικά «τον υπερασπιστή, τον μαχητή». Επειδή όμοια σχηματίστηκε στην Αρχαία και το κύριο (ήδη ομηρικό) όνομα Ἀλέκτωρ, παραμένει προβληματικό αν το κύριο όνομα προϋπήρξε και χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά για να δηλώσει το φερώνυμο ζώο ή αν -όπως φαίνεται πιθανότερο- η λ. χρησιμοποιήθηκε από την αρχή σκωπτικά για να σημάνει «τον κόκορα» λόγω τών χαρακτηριστικών εριστικών, μαχητικών γνωρισμάτων του ζώου. Στη β' περίπτωση το κύριο όνομα είναι υστερογενές παράγωγο του προσηγορικού ουσ. ἀλέκτωρ. Βεβαίως, ότι από κύρια ονόματα προήλθαν διάφορες ονομασίες ή, συνηθέστερα, παρωνύμια ζώων είναι ήδη γνωστό, πρβλ. λ.χ. το γαλλ. renard «αλεπού» από το κύριο όνομα Renart ή το αντίστοιχο νεοελλ. (κυρά) Μάρω «η αλεπού», καθώς και αρχαία παρωνύμια ζώων, όπως Μέμνων για τον γάιδαρο, Καλλίας για τον πίθηκο και Κερδώ πάλι για την αλεπού. Οπωσδήποτε, τα στοιχεία που έχουμε για να υποστηρίξουμε παρόμοια σημασιολογ. εξέλιξη στην περίπτωση του ἀλέκτωρ (και του ἀλεκτρυών) είναι ανεπαρκή. Επίσης, κατά το πρότυπο του ἀλέκτωρ σχηματίστηκε και το ἀλεκτρυών, που δήλωνε και το θηλ. του ζώου, «την κότα». Το όνομα αυτό μαρτυρείται ομοίως ως κύριο όνομα, γεννώντας ανάλογο ετυμολογικό πρόβλημα. Στην Αρχαία Ελληνική για την ονομασία του ίδιου ζώου χρησιμοποιήθηκε, με στένωση της σημασίας της, και η λ. ὄρνις, ὁ (και ὄρνις, ἡ «η κότα»), που δήλωνε γενικότερα τη σημασία του πουλιού. Ακόμη χρησιμοποιήθηκε διαλεκτικώς και η λ. καλαΐς «κόκορας» και «κότα», από τη σημ. του «καλώ, κραυγάζω» (καλαις < καλαFίς < καλέω
πρβλ. αρχ. ινδ. usā-kala- «κόκορας», ιρλ. cailech «κόκορας» κ.ά.). Στους μεσαιωνικούς χρόνους η λ. πετεινός από τη σημ. του «πτερωτός, ιπτάμενος» και γενικότερα του «πουλιού» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τη σημ. «κόκορας». Η ίδια η λ. κόκορας, ορθ. κόκκορας, είναι ηχομιμητική λ. που συνδέεται με άλλες συναφείς ονομασίες τών ΙΕ γλωσσών και, κατά τον Buck, σχετίζεται με το «κόρκορα
ὄρνις» του Ησυχίου (πρβλ. ιρλ. cerc κ.ά.), σε συνδυασμό με τον αμάρτυρο (στη σημ. αυτή) τ. κόκκος, «η του κόκορα», που οδηγεί στο μσν. λατ. coccus, από όπου τα γαλλ. coq, αγγλ. cock κ.ά. Στην ίδια ηχομιμητική τάξη λέξεων θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί και η αρχαία λ. κόκκυ (λατ. coco, πρβλ. και «ὄρνις κοκκυβόας» ή «κοκκοβόας») που δήλωνε, μεταξύ άλλων, την κραυγή του κόκορα (πρβλ. σημ. «κικιρίκου»). Τέλος, σημειώνεται ότι το θηλ. του «κόκορας», η σημ. λ. κότα, ορθ. κόττα, ανάγεται ετυμολογικά στην αρχαία λ. κόττος ή κοττός, που από τη σημ. «λοφίο» εξελίχθηκε στη σημ. «κόκορας». Ο Ησύχιος διασώζει σχετικά την πληροφορία: «καὶ οἱ ἀλεκτρυόνες κοττοὶ διὰ τὸν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ λόφον» (λ. πρόκοττα).
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεκτοριδεύς, ἀλεκτορίς, ἀλεκτορίσκος
αρχ.-μσν.
ἀλεκτόρειος
μσν.
ἀλεκτόριν
νεοελλ.
αλεκτορίδιο.
ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. ἀλεκτοροφωνία
μσν.
ἀλεκτορομαντεία
νεοελλ.
αλεκτοροειδής, αλεκτορομαχία].
(II)
ἀλέκτωρ (-ορος), η (Α)
(για γυναίκες) αυτή που δεν έχει νυφικό κρεβάτι, άγαμη, ανύπαντρη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + λέκτρον].
(III)
ἀλέκτωρ (-ορος), ο (AM)
αυτός που έχει νυφικό κρεβάτι, ο σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - αθροιστ. + λέκτρον.

Translations

Afrikaans: haan; Albanian: kokosh, gjel; Amharic: አውራ ዶሮ; Arabic: دِيك‎, ذَكَر‎; Egyptian Arabic: ديك‎, دكر‎; Moroccan Arabic: فروج‎; Tunisian Arabic: سردوك‎; Armenian: աքլոր, աքաղաղ, խորոզ; Asturian: gallu, pitu; Azerbaijani: xoruz; Banjarese: hayam jagau; Bashkir: әтәс; Basque: oilar; Belarusian: пе́вень, пяту́х; Bikol Central: sulog; Breton: kilhog; Bulgarian: пете́л; Burmese: ကြက်ဖ; Catalan: gall; Chamicuro: kayo; Chechen: боргӏал, нӏаьна; Cherokee: ᎠᏨᏯ; Chickasaw: aka̠nakni'; Chinese Cantonese: 雞公, 鸡公; Mandarin: 雄雞, 雄鸡, 公雞, 公鸡; Min Nan: 雞公; Chukchi: ӄԓегтанӈыгатԓе; Chuvash: автан; Crimean Tatar: horaz, qoraz; Czech: kohout; Danish: hane, kok; Dutch: haan; Erzya: атякш; Esperanto: virkoko, kokiĉo; Estonian: kukk, kikas; Ewe: koklotsu; Faroese: hani; Finnish: kukko; Franco-Provençal: jal; French: coq; Friulian: gjal; Galician: galo; Georgian: მამალი; German: Hahn, Go­ckel­hahn; Alemannic German: Hane, Güggel, Guli; Gothic: 𐌷𐌰𐌽𐌰; Greek: κόκορας, κοκόρι, αλέκτωρ, αλέκτορας, πετεινός, πετεινάρι; Ancient Greek: ἀλεκτρυών, ἀλέκτωρ; Guaraní: kupyju; Gujarati: કૂકડો; Hebrew: גֶּבֶר‎, שֶׂכְוִי‎; Hindi: मुर्ग़ा, मुरगा, कुक्कुट; Hungarian: kakas; Hunsrik: Haan; Icelandic: hani; Ido: hanulo; Indonesian: jago,ayam jantan, ayam jago; Interlingua: gallo; Irish: coileach; Italian: gallo; Japanese: 雄鳥; Javanese: jago; Kashmiri: کۄکُر‎; Kazakh: әтеш, қораз; Khmer: មាន់ឈ្មោល; Korean: 수탉; Kumyk: хораз, дедукъ; Kurdish Central Kurdish: کەڵەشێر‎, کەلەباب‎; Northern Kurdish: dîk; Southern Kurdish: کڵەشێر‎, کەڵەشێر‎; Kyrgyz: короз; Ladino Hebrew: גאייו‎; Roman: gayo; Lao: ສະກາ; Latgalian: gaiļs; Latin: gallus; Latvian: gailis; Lithuanian: gaidys; Low German: Hahn; Lü: ᦺᦂᧈᦗᦴᧉ; Macedonian: петел; Malay: ayam jantan; Malayalam: പൂവങ്കോഴി; Maltese: serduk, serduq; Manchu: ᠠᠮᡳᠯᠠ; ᠴᠣᡴᠣ; Manx: kellagh; Maore Comorian: kukui; Maori: tame heihei, pīkaokao; Marathi: कोंबडा; Mazanderani: تلا‎; Mi'kmaq: lape'w anim, nape'w anim; Mongolian: эр тахиа; Navajo: naaʼahóóhai bikąʼí; Ngazidja Comorian: kuɗume; Nivkh: арфэӄ; Norwegian: hane; Occitan: gal; Ojibwe: naabese; Old Church Slavonic: кокотъ; Cyrillic: коуръ; Old English: hana; Old Irish: caileach; Oriya: ଗଞ୍ଜା; Oromo: kormaa; Papiamentu: gai; Persian: خروس‎; Plautdietsch: Hon; Polish: kogut; kur anim, kokot; Portuguese: galo; Quechua: k'anka; Romagnol: gal; Romanian: cocoș; Russian: пету́х; ко́чет, пе́вень; Sanskrit: कुक्कुट; Sardinian: pudhu; Scottish Gaelic: coileach; Serbo-Croatian Cyrillic: петао / пијетао, певац / пијевац, хороз; Roman: petao / pijetao, pevac / pijevac, horoz; Sicilian: jaddu, gaddu; Skolt Sami: ååʹreskääʹnn; Slovak: kohút; Slovene: petelin; Sorbian Lower Sorbian: kokot; Spanish: gallo; Swahili: jogoo; Swedish: tupp; Tagalog: rooster, tandang; Tamil: சேவல்; Taos: gòyu’úna; Tashelhit: ⴰⴼⵓⵍⵍⵓⵙ, ⴰⵢⴰⵥⵉⴹ; Telugu: రూస్టర్, కోడిపుంజు; Thai: ไก่ตัวผู้; Turkish: horoz; Turkmen: horaz; Udi: дадал; Ukrainian: пі́вень, ко́гут, ко́кош; Urdu: مرغا‎, خروس‎; Uyghur: خوراز‎; Uzbek: xo'roz; Venetian: gaƚo; Vietnamese: gà trống, con gà trống; Volapük: higok; Walloon: cok; Welsh: ceiliog, ceiliogod; West Frisian: hoanne; Westrobothnian: kank, hahna; Wolof: séq gi; Zazaki: dîk; Zhuang: gaeqboux