Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνερίναστος

From LSJ
Revision as of 12:21, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνερίναστος Medium diacritics: ἀνερίναστος Low diacritics: ανερίναστος Capitals: ΑΝΕΡΙΝΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anerínastos Transliteration B: anerinastos Transliteration C: anerinastos Beta Code: a)neri/nastos

English (LSJ)

[ῑ], ον, A not ripened by caprification, of figs, Thphr.HP 2.8.3, CP2.9.12, Suid.; cf. ἀνηρίναστος.

German (Pape)

[Seite 226] auch ἀνηρίναστος geschr., nicht durch Kunst zur Reise gebracht, σῦκα Theophr., v.l. von folgd.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερίναστος: [ῑ], -ον, ἐπὶ σύκων, ὅταν ὡριμάζωσιν ἄνευ τῆς προσαρτήσεως εἰς τὴν συκῆν ὀλύνθων ἐξ ἀγρίας συκῆς, τὸ δ’ ἀνερίναστον (σῦκον) λευκὸν καὶ ἀσθενὲς Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 2. 8, 3, Αἰτ. Φ. 2. 9, 12· - «ἀνερίναστος συκῆ, ᾗ μὴ προσβέβληται οἱ ἐρινεοί· ἐρινεὸς δέ ἐστι τῆς ἀγρίας συκῆς ὁ καρπός, ὃν καὶ ἀπαρτῶσι τοῖς ἡμέροις, ὡς ἂν οἱ ἐξ αὐτῶν καλούμενοι ψῆνες εἰς τοὺς ὀλύνθους μεταστάντες τελεσφορηθῆναι τούτους παρασκευάσωσι· τοῦτο δὲ ἐρινάζειν λέγεται· οἱ δὲ τὸ ἀνερίναστος ἀντὶ τοῦ μαλακὸς καὶ ἄγονος» Σουΐδ. - Ὡσαύτως παρ’ Ἑρμίππ. ἐν «Στρατιώταις» 9, ἀνερίνεος, ον· ἀλλ’ ὁ Meineke διώρθωσεν ἀνερίναστος.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀνηρ- Hsch.
no cabrahigado de higos, Thphr.HP 2.8.3, CP 2.9.12, Sud.
fig. de pers. incapaz Hermipp.59
que no madura, estéril Hsch., Et.Gen.860.

Greek Monolingual

ἀνερίναστος, -ον (Α)
1. (σύκο) που ωρίμασε χωρίς να ορνιαστεί η συκιά
2. (συκιά) στην οποία δεν κρεμάστηκαν για γονιμοποίηση ορνοί (ερινεοί, όλυνθοι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εριναστός «αυτός που ωρίμασε με ερινασμό» < ερινάζω «γονιμοποιώ συκιά κρεμώντας στα κλαδιά της καρπούς άγριας συκιάς»].