φυγοδέμνιος

From LSJ
Revision as of 19:03, 2 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγοδέμνιος Medium diacritics: φυγοδέμνιος Low diacritics: φυγοδέμνιος Capitals: ΦΥΓΟΔΕΜΝΙΟΣ
Transliteration A: phygodémnios Transliteration B: phygodemnios Transliteration C: fygodemnios Beta Code: fugode/mnios

English (LSJ)

ον, shunning the marriage bed, of Pallas, AP6.10 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1312] das Bett, bes. das Ehebett, die Che fliehend, ehescheu; φ. κούρα heißt Pallas bei Antp. Sid. 12 (VI, 10).

Greek (Liddell-Scott)

φυγοδέμνιος: -ον, ὁ ἀποφεύγων συζυγικὴν κλίνην, ἐπὶ τῆς Παλλάδος, Ἀνθ. Παλατ. 6. 10· ― ὡσαύτως φυγόδεμνος, ον, Νόνν. Διονυσ. 2. 98, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fuit le mariage.
Étymologie: φεύγω, δέμνιον.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για την Παλλάδα) αυτός που αποφεύγει την συζυγική κλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω) + -δέμνιος (< δέμνιον «στρώμα, κρεβάτι»), πρβλ. φιλο-δέμνιος].

Greek Monotonic

φῠγοδέμνιος: -ον, αυτός που αποφεύγει τη συζυγική κλίνη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φῠγοδέμνιος: бегущий от брачного ложа, убегающий от брачных уз (Διὸς κούρα, т. е. Παλλάς Anth.).

Middle Liddell

φῠγο-δέμνιος, ον,
shunning the marriage-bed, Anth.