βαλλάντιον
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
τό,
A bag, pouch, purse, [Simon.]178, Epich.10 (βαλ-), Ar.Eq.707, al., Thphr.Char.17.5; παῖς ἐκ βαλλαντίου = a supposititious child, TeleclId.41.
II javelin (as if from βάλλω), a pun in Dionys. ap.Ath.3.98d. (The spelling βαλλ- is better attested than that with βαλ-, cf. Phld.Rh.1.354 S., etc.; cf. βαλλαντιοτομέω, βαλλαντιοτόμος.)
German (Pape)
[Seite 429] τό, s. βαλάντιον; so auch compp.
Greek (Liddell-Scott)
βαλλάντιον: τό, σακκίδιον, χρηματοφυλάκιον, «σακκοῦλα», Σιμων. 181, Ἐπίχ. 6, Ἀριστοφ. Ἱππ. 707, 1197, Ὄρν. 157 κ. ἀλλ.· παῖς ἐκ βαλλαντίου, τέκνον ὑποβολιμαῖον, ἀγοραστόν, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2) παρὰ μεταγ. συγγραφ., «πουγγί», δηλ. ποσὸν 250 δηναρίων, Ἐπιφάν.· (οὕτω καὶ μέχρι ἐσχάτων παρ’ ἡμῖν καὶ ἐν τῇ Ἀνατολῇ). – Συνήθως ἐγράφετο βαλάντιον δι’ ἁπλοῦ λ· ἀλλ’ ἐν τῷ μνημονευθέντι χωρίῳ τοῦ Σιμων. τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ βαλλ-· καὶ τὸν τύπον τοῦτον πιστῶς παρέχει τὸ Ραβ. χφον τοῦ Ἀριστοφ.· ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 772, ἀληθῶς τοῦτο τὸ χειρόγραφον καὶ τὸ Ἑνετ. ἔχουσι τοῖς βαλαντιοτόμοις, καὶ πρὸς ἐπανόρθωσιν τοῦ μέτρου οἱ διορθωταὶ εἰσήγαγον τὸν τύπον βαλαντιητόμοις, ἀλλ’ ὁ Lachm. προέτεινε: τοῖσι βαλλαντιοτόμοις, ὅπερ ἤδη ἐγένετο δεκτόν, ἴδε Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 14. ΙΙ. ἀκόντιον (ὥσπερ ἐκ τοῦ βάλλω), λογοπαίγνιον, Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 98Β.
French (Bailly abrégé)
c. βαλάντιον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): βαλάντιον Epich.84, Longus 3.27.4, Ach.Tat.3.21.2, Vit.Aesop.G 26, Ath.98d
1 bolsa gener. para el dinero, Epich.l.c., Com.Adesp.292.24Au., Ar.Eq.1197, Au.1107, Lys.1054, Pl.Smp.190e, Grg.508e, Thphr.Char.17.5, AP 5.159.3 (Ps.Simon.), Longus l.c., Ach.Tat.l.c., Vit.Aesop.l.c., Phld.Rh.1.354, LXX Ib.14.17, Pr.1.14, Eu.Luc.10.4, 12.33, PSI 1128.26 (III d.C.), PYoutie 84.5 (IV d.C.)
•de ahí dinero Ar.Eq.707, Au.157, παίδων ... ἐκ βαλλαντίου de los hijos sacados de la bolsa e.d. expósitos Telecl.44.
2 rel. c. βάλλω jabalina en juego de palabras atribuido a Dioniso de Siracusa, Ath.98d, cf. EM 185.55G., Et.Gud.103.33S, AB 734.
English (Abbott-Smith)
βαλλάντιον (Rec. βαλά-), -ου, ὁ, [in LXX: Jb 14:17 (צְרוֹר), Pr 1:14 (כִּיס), To 1:14 8:2, Si 18:33 א2*;]
a purse: Lk 10:4 12:33 22:35, 36.†
Greek Monotonic
βαλλάντιον: λιγότερο, βαλάντιον, τό, τσαντάκι, «πουγκί», πορτοφόλι, χρηματοφυλάκιο, σε Σιμων., Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: purse (com., Thphr.).
Other forms: (more often than βαλάντιον, s. Blaß-Debrunner7 par. 11 A. 2)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Krahe (s. Frisk) thought it was north-balkanic, to Lat. follis. Cf. βαλλίον.
Middle Liddell
a bag, pouch, purse, Simon., Ar.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαλλάντιον -ου, τό, ook βαλάντιον geldbuidel, beurs.
Frisk Etymology German
βαλλάντιον: {ballántion}
Forms: (besser beglaubigt als βαλάντιον, s. Blaß-Debrunner7 par. 11 A. 2)
Grammar: n.
Meaning: Beutel, Geldbeutel (Kom., Thphr. usw.).
Derivative: Dem. βαλλαντίδιον (Eup., Hld.).
Etymology : Nicht sicher gedeutet; nach Krahe (briefl.) nordbalkanisch, zu lat. follis usw. Vgl. βαλλίον.
Page 1,214
Russian (Dvoretsky)
βᾰλάντιον: v. l. βαλλάντιον τό мешок, сумка, кошелек Arph., Xen., Plat., Plut., Anth.
Chinese
原文音譯:bal£ntion 巴嵐提按
詞類次數:名詞(4)
原文字根:投 在內
字義溯源:錢袋^,錢包,錢囊;或源自(βάλλω / ἀμφιβάλλω)=投,擲*)。這字為路加獨用四次,而馬太和馬可則用另一編號:(ζώνη)=帶,腰袋),( 太10:9; 可6:8)
出現次數:總共(4);路(4)
譯字彙編:
1) 錢囊(4) 路10:4; 路12:33; 路22:35; 路22:36