ἀνάπηρος

From LSJ
Revision as of 08:06, 30 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπηρος Medium diacritics: ἀνάπηρος Low diacritics: ανάπηρος Capitals: ΑΝΑΠΗΡΟΣ
Transliteration A: anápēros Transliteration B: anapēros Transliteration C: anapiros Beta Code: a)na/phros

English (LSJ)

ον, maimed, mutilated, Hermipp.35, Lys.24.13, Pl.Cri. 53a, etc.; ψυχὴ ἀνάπηρος πρὸς ἀλήθειαν Id.R.535d; ἀνάπηρα θύειν Id.Alc.2.149a, cf. Arist.PA773a13, al. Adv. ἀναπήρως = with mutilation, in a crippled manner Zonar. (sometimes spelt ἀνάπειρος in codd., LXX To.14.2, Ev.Luc.14.13,21, cf. Phryn.PSp.13 B.)

German (Pape)

[Seite 201] verstümmelt, verkrüppelt, χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat. Crit. 53 a; βοίδια Hermipp. Ath. XII, 551 b; übertr., ψυχὴ πρὸς ἀλήθειαν ἀνάπ. Plat. Rep. VII, 535 d; ἀνάπηρον ποιεῖσθαι Aesch. 1, 183, = folgdm.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπηρος: -ον, ὁ πεπηρωμένος μέλει τινὶ τοῦ σώματος, ἠκρωτηριασμένος, κολοβός, Τουρκ. «σακάτης», ἀνάπηρα ... βούδια Ἕρμιπ. ἐν «Κέρκωψιν» 1, Λυσ. 169. 26, Πλάτ. Κρίτων 53Α, κτλ.· ψυχὴ ἀν. πρὸς ἀλήθειαν ὁ αὐτ. Πολ. 535D· ἀνάπηρα θύειν ὁ αὐτ. Ἀλκ. ΙΙ. 149Α· συχν. παρ’ Ἀριστ. - Ἐπίρρ. -ρως Ζωναρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
estropié, infirme.
Étymologie: ἀνά, πηρός.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): tb. ἀνάπειρος LXX To.14.2
I 1mutilado, lisiado ἀνάπηρα ... βούδια Hermipp.35, χωλὸν καὶ ἀνάπηρον ἄνθρωπον Plu.2.194c, ἀνάπειρος τοῖς ὀφθαλμοῖς LXX To.14.2, cf. Lys.24.13, Pl.Cri.53a, Aeschin.1.183, Arist.GA 775a4, πούς Teles p.60.3, D.C.36.6.1, D.L.6.33, Eu.Luc.14.13, 21
fig. ἀνάπηρον ψυχήν Pl.R.535d.
2 débil, canijo γίννος, τοῦτο δ' ἐστὶν ἡμίονος ἀνάπηρος Arist.GA 748b34, cf. D.Chr.3.21.
3 subst. ἀνάπηρα = animales defectuosos ἀνάπηρα θύουσιν Pl.Alc.2.149a, prob. Antipho Soph.B 39.
II adv. ἀναπήρως = con mutilación Zonar.

English (Strong)

from ἀνά (in the sense of intensity) and peros (maimed); crippled: maimed.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάπηρος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης
2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα
2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + πηρός «αυτός που έχει βλάβη σε κάποιο μέλος του σώματός του».
ΠΑΡ. αναπηρία
αρχ.
ἀναπηρῶ].

Greek Monotonic

ἀνάπηρος: -ον, ακρωτηριασμένος, σακατεμένος, ανάπηρος, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάπηρος: увечный, искалеченный, изуродованный (χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat.; ἀσθενὴς καὶ ἀνάπηρος Arst.): πρὸς ἀλήθειαν ἀνάπηρος Plat. невосприимчивый к истине.

Middle Liddell


much maimed, crippled, Plat., etc.

English (Woodhouse)

crippled, disabled, maimed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)