ἀλαμπής

From LSJ
Revision as of 16:40, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλαμπής Medium diacritics: ἀλαμπής Low diacritics: αλαμπής Capitals: ΑΛΑΜΠΗΣ
Transliteration A: alampḗs Transliteration B: alampēs Transliteration C: alampis Beta Code: a)lamph/s

English (LSJ)

ές, = ἀλάμπετος (without light, darksome), A νύξ Simon.37.8; dull, not bright, ὄψιες v.l. in Hp.Prog.2, πῦρ D.S.3.48; of colour, Arist. Col.793a12; of sound, Orib.50.51.2; ἀ. ἡλίον out of sun's light, S. Tr.691; ὑπόγαιον J.BJ1.3.3; ἀλαμπέας Ἄϊδος εὐνάς Epigr.Gr.431 (Antioch.). 2 metaph., obscure, ἀρετὴν..ἀμαυρὰν καὶ ἀ. Plu. Phoc.1, cf. B.12.175.

German (Pape)

[Seite 89] ές, dasselbe, ἡλίου, von der Sonne nicht beleuchtet, Soph. Tr. 688; Ἄϊδος εὐναί Ep. ad. 677 (App. 260); Plut. oft, z. B. χρώματα σκιερὰ καὶ ἀλ. Phoc. 2, glanzlos; übertr., δόξα ἀμαυρὰ καὶ ἀλ. Phoc. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαμπής: -ές, = τῷ προηγουμ., ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. Προγν. 37· ἀλ. ἡλίου, ἐκτὸς τοῦ φωτὸς ἢ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, Σοφ. Τρ. 691· ἀλαμπέας Ἄϊδος εὐνάς, Ἀνθ. Π. παραρτ. 260. 2) μεταφ., ἄσημος, ἄδοξος, ἀρετήν... ἀμαυρὰν καὶ ἀλαμπῆ, Πλουτ. Φωκ. 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne brille pas, sombre, obscur ; ἀλαμπὴς ἡλίου SOPH non éclairé par le soleil.
Étymologie: , λάμπω.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [plu. nom. no contr. ἀλαμπέες Gr.Naz.M.37.1570]
I 1que está lejos o apartado de la luz c. gen. ἡλίου S.Tr.691
fig. de la luz divina, Gr.Naz.M.36.228C
abs. privado de la luz, oscuro, sombrío Ἄϊδος εὐναί GVI 704.3 (Antioquía, Siria I a.C.), ὑπόγαιον I.BI 1.75, χωρίον Plu.2.940e
subst. ἀλαμπέϊ νυκτός en la oscuridad de la noche B.13.175.
2 de colores y sonidos apagado op. στιλβός Arist.Col.793a12, χρῶμα Plu.Phoc.2, φωνή Orib.50.51.2.
3 poco brillante, sin brillo ὀμμάτιον Arist.Phgn.807b35, πῦρ D.S.3.48
medic. de una fiebre sin manifestaciones externas πῦρ Aret.SA 2.7.3, πυρετός Aret.SD 2.9.12.
4 fig. oscuro, sin gloria ἀρετὴ ἀμαυρὰ καὶ ἀ. Plu.Phoc.1, de hombres ἀπρόκοποι καὶ ἀλαμπεῖς Vett.Val.88.26.
II 1ciego Const.Diac.Laud.M.88.521A.
2 fig. de los escritores paganos no iluminado Gr.Naz.M.37.1570.

Greek Monolingual

ἀλαμπής, -ὲς (Α)
1. ο μη λαμπρός, ο χωρίς λάμψη, ο θαμπός
2. άσημος, άδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - + -λαμπὴς < λάμπω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ἀλαμπία.

Greek Monotonic

ἀλαμπής: -ές, = το προηγ. ἀλ. ἡλίου,
1. αυτός που βρίσκεται έξω από το φως του ήλιου, ανήλιαγος, σε Σοφ.
2. μεταφ., άσημος, άδοξος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλαμπής:
1) лишенный блеска, т. е. неосвещенный, темный (Ἄϊδος εὐναί Anth.; перен. ζοή, δόξα Plut.): ἀ. ἡλίου Soph. укрытый от солнечных лучей;
2) тусклый (χρώματα Plut.).

Middle Liddell

= ἀλάμπετος
1. ἀλ. ἡλίου out of the sun's light, Soph.
2. metaph. obscure, Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλαμπής -ές [ἀ-, λάμπω
1. niet helder, dof.
2. niet verlicht door, zonder het licht van, met gen. : ἀλαμπὲς ἡλίου niet verlicht door de zon Soph. Tr. 691.
3. overdr. obscuur, onbekend.