ἀλαμπής
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
ές, = ἀλάμπετος (without light, darksome), A νύξ Simon.37.8; dull, not bright, ὄψιες v.l. in Hp.Prog.2, πῦρ D.S.3.48; of colour, Arist. Col.793a12; of sound, Orib.50.51.2; ἀ. ἡλίον out of sun's light, S. Tr.691; ὑπόγαιον J.BJ1.3.3; ἀλαμπέας Ἄϊδος εὐνάς Epigr.Gr.431 (Antioch.). 2 metaph., obscure, ἀρετὴν..ἀμαυρὰν καὶ ἀ. Plu. Phoc.1, cf. B.12.175.
German (Pape)
[Seite 89] ές, dasselbe, ἡλίου, von der Sonne nicht beleuchtet, Soph. Tr. 688; Ἄϊδος εὐναί Ep. ad. 677 (App. 260); Plut. oft, z. B. χρώματα σκιερὰ καὶ ἀλ. Phoc. 2, glanzlos; übertr., δόξα ἀμαυρὰ καὶ ἀλ. Phoc. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαμπής: -ές, = τῷ προηγουμ., ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. Προγν. 37· ἀλ. ἡλίου, ἐκτὸς τοῦ φωτὸς ἢ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, Σοφ. Τρ. 691· ἀλαμπέας Ἄϊδος εὐνάς, Ἀνθ. Π. παραρτ. 260. 2) μεταφ., ἄσημος, ἄδοξος, ἀρετήν... ἀμαυρὰν καὶ ἀλαμπῆ, Πλουτ. Φωκ. 1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ne brille pas, sombre, obscur ; ἀλαμπὴς ἡλίου SOPH non éclairé par le soleil.
Étymologie: ἀ, λάμπω.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [plu. nom. no contr. ἀλαμπέες Gr.Naz.M.37.1570]
I 1que está lejos o apartado de la luz c. gen. ἡλίου S.Tr.691
•fig. de la luz divina, Gr.Naz.M.36.228C
•abs. privado de la luz, oscuro, sombrío Ἄϊδος εὐναί GVI 704.3 (Antioquía, Siria I a.C.), ὑπόγαιον I.BI 1.75, χωρίον Plu.2.940e
•subst. ἀλαμπέϊ νυκτός en la oscuridad de la noche B.13.175.
2 de colores y sonidos apagado op. στιλβός Arist.Col.793a12, χρῶμα Plu.Phoc.2, φωνή Orib.50.51.2.
3 poco brillante, sin brillo ὀμμάτιον Arist.Phgn.807b35, πῦρ D.S.3.48
•medic. de una fiebre sin manifestaciones externas πῦρ Aret.SA 2.7.3, πυρετός Aret.SD 2.9.12.
4 fig. oscuro, sin gloria ἀρετὴ ἀμαυρὰ καὶ ἀ. Plu.Phoc.1, de hombres ἀπρόκοποι καὶ ἀλαμπεῖς Vett.Val.88.26.
II 1ciego Const.Diac.Laud.M.88.521A.
2 fig. de los escritores paganos no iluminado Gr.Naz.M.37.1570.
Greek Monolingual
ἀλαμπής, -ὲς (Α)
1. ο μη λαμπρός, ο χωρίς λάμψη, ο θαμπός
2. άσημος, άδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- + -λαμπὴς < λάμπω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ἀλαμπία.
Greek Monotonic
ἀλαμπής: -ές, = το προηγ. ἀλ. ἡλίου,
1. αυτός που βρίσκεται έξω από το φως του ήλιου, ανήλιαγος, σε Σοφ.
2. μεταφ., άσημος, άδοξος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλαμπής:
1) лишенный блеска, т. е. неосвещенный, темный (Ἄϊδος εὐναί Anth.; перен. ζοή, δόξα Plut.): ἀ. ἡλίου Soph. укрытый от солнечных лучей;
2) тусклый (χρώματα Plut.).
Middle Liddell
= ἀλάμπετος
1. ἀλ. ἡλίου out of the sun's light, Soph.
2. metaph. obscure, Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλαμπής -ές [ἀ-, λάμπω
1. niet helder, dof.
2. niet verlicht door, zonder het licht van, met gen. : ἀλαμπὲς ἡλίου niet verlicht door de zon Soph. Tr. 691.
3. overdr. obscuur, onbekend.