πάπυρος

From LSJ
Revision as of 11:25, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάπῡρος Medium diacritics: πάπυρος Low diacritics: πάπυρος Capitals: ΠΑΠΥΡΟΣ
Transliteration A: pápyros Transliteration B: papyros Transliteration C: papyros Beta Code: pa/puros

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ and ἡ, A papyrus, Cyperus papyrus, Thphr.HP4.8.2, Dsc.1.86, Porph. ap. Eus.PE3.7, etc.; as food, UPZ91.8, 96.40 (ii B. C.). 2 linen, cord, etc., made of papyrus, AP6.249 (Antip.), Anacreont.30.5, Plin.HN13.72, etc. [Prop., as in Anacreont. l.c. and Latin poets, but in AP l.c., .]

German (Pape)

[Seite 467] ὁ u. ἡ, die Papierstaude, eine Sumpfpflanze, die in Aegypten wächst u. aus deren Rinde od. Bast, βύβλος, man Papier zum Schreiben, auch Taue u. dgl. machte, Theophr. u. A. Die daraus gefertigte seine Leinwand, Anacr. 30, 5. – Das Papier, Buch, Antp. Th. 13 (VI, 249), vgl. Lob. Phryn. 303. – [Bei Antp. Th. ist υ kurz, vgl. Moeris.]

Greek (Liddell-Scott)

πάπῡρος: ὁ καὶ ἡ, εἶδος παρυδατίου φυτοῦ ἔχοντος τριγωνικὸν στέλεχος καλαμοειδές, ἀφθόνως φυόμενον ἐν Αἰγύπτῳ, οὗ τὸν ἐξωτερικὸν φλοιὸν ἐχρησιμοποίουν ὡς χάρτην πρὸς γραφὴν (βύβλος), συγκολλῶντες τὰς λωρίδας ἐγκαρσίως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 2 κἑξ., Πορφ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπαρ. 98Α· ἴδε Dict. of Bible ἐν λ. Reed. Τὴν ῥίζαν τοῦ φυτοῦ τούτου ἤσθιον οἱ Αἰγύπτιοι, ὅθεν ἐκαλοῦντο παπυροφάγοι Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 761. 2) πᾶν τὸ ἐκ παπύρου κατασκευαζόμενον, οἷον ὑφάσματα, σχοινία, κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 249, Ἀνακρεόντ. 33. 5, Ἰουβενάλ. 4. 24, πρβλ. Πλίν. 13. 22 κἑξ. [Κυρίως υυ, ἀλλ’ ἐν Ἀνθολ. ἔνθ’ ἀνωτ., υυυ]. - Ὁ πάπυρος νῦν ὀνομάζεται παπῦρι ... μεταχειρίζονται δὲ αὐτὸν οἱ βαρελλοποιοί. - Ἴδε Χατζιδάκιν Περὶ τῆς ἐξισώσεως τῆς προσῳδίας ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 259.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 papyrus;
2 objet (corde) fait en papyrus.
Étymologie: DELG pas d’étym. plausible.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πάπυρος, ἡ, Α
1. το υδροχαρές φυτό Cyperus papyrus, γνωστότερο σήμερα είδος του γένους κύπερος, από τις λωρίδες του στελέχους του οποίου κατασκεύαζαν οι Αιγύπτιοι την ομώνυμη γραφική ύλη και το οποίο ήταν αρχικά ιθαγενές της βόρειας και τροπικής Αφρικής, όπου υπήρχε αυτοφυές σε αφθονία κατά μήκος της όχθης τών ποταμών, εξαπλώθηκε όμως σε όλη την περιοχή της Μεσογείου και στη νοτιοδυτική Ασία
2. καθετί που κατασκευάζεται από το φυτό αυτό («ἐκ παπύρου καὶ κόλλης χάρτης κατασκευασθείς», Νείλ.)
νεοελλ.
συνεκδ. κάθε κείμενο γραμμένο σε «χαρτί» παρασκευασμένο από το φυτό αυτό
αρχ.
η ρίζα του φυτού αυτού, την οποία χρησιμοποιούσαν ως τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ., κατά την επικρατέστερη άποψη, αιγυπτιακής προέλευσης, πιθ. από την αιγυπτ. φρ. pa-p-ouro «βασιλικός» (πρβλ. και λ. βύβλος)].

Greek Monotonic

πάπῡρος: ὁ και ἡ,
1. πάπυρος, αιγυπτιακό φυτό με τριγωνικά κοτσάνια· το χαρτί που βγαίνει από τον πάπυρο, κατασκευάζεται με αποφλοίωση του εξωτερικού φλοιού (βύβλος), και συγκόλληση όλων των σχοινιών του μαζί.
2. οτιδήποτε φτιάχνεται από πάπυρο, λινάρι, σχοινί, σπάγγος κ.λπ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πάπῡρος: (πᾰ; Anth. ῠ) ὁ и ἡ
1) папирус (египетское болотное кустарниковое растение, из луба - βύβλος - которого приготовлялись снасти, ткани, писчая бумага и проч.) Anth.;
2) папирусовое полотно Anacr.;
3) бумага из папируса Anth.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. f.
Meaning: shrub of the papyros, linnen, paper (Thphr., Dsc., pap.).
Derivatives: παπύρ-ιον n. dimin. (Dsc.), -(ε)ών m. bed of papyros (Aq., inscr.), -ινος made of p. (Delos IIa, Plu., pap.), -ικός id. (pap.), -ώδης p.-like (Gal., sch.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Foreign word of unknown origin. Quite doubtful hypothesis by Lagarde in Lewy Fremd. 172 and Schrader-Nehring Reallex. 2, 153, of Grilli in Belardi Doxa 3, 217. From Greek Lat. papyrus. An older name of papyrus is βύβλος (s. βίβλος). Cf. Mayser Pap. 1, 35. From Egypt. Vergote, Mélanges Grégoire 3, 1951, 414-6. Note that Pre-Greek has a suffix -υρ-.

Middle Liddell

πάπῡρος, ὁ, ἡ,
1. the papyrus, an Egyptian rush with triangular stalks: paper was made by peeling off its outer coat (βύβλοσ), and gluing the slips together.
2. anything made of it, linen, cord, etc., Anth.

Frisk Etymology German

πάπυρος: {pápūros}
Grammar: m. f.
Meaning: Papyrusstaude, Leinwand, Papier (Thphr., Dsk., Pap. usw.).
Derivative: Davon παπύριον n. Demin. (Dsk. u.a.), -(ε)ών m. Papyruspflanzung (Aq., Inschr.), -ινος ‘aus P.’ (Delos IIa, Plu., Pap.), -ικός ib. (Pap.), -ώδης ‘P.-ähnlich’ (Gal., Sch.).
Etymology : Fremdwort unbekannter Herkunft. Ganz fragwürdige Hypothesen von Lagarde bei Lewy Fremde. 172 und Schrader-Nehring Reallex. 2, 153, von Grilli bei Belardi Doxa 3, 217. Aus dem Griech. lat. papȳrus. Ein älterer Name des Papyrus ist βύβλος (s. βίβλος). Vgl. Mayser Pap. 1, 35.
Page 2,472

Translations

af: papirus; ar: بردية; arz: ورق بردى; ast: papiru; as: সাঁচিপাত; az: papirus; bar: papyrus; be_x_old: папірус; be: папірус; bg: папирус; bn: প্যাপিরাস; br: papiruz; bs: papirus; ca: papir; ckb: پاپیروس; cs: papyrus; da: papyrus; de: Papyrus; el: πάπυρος; en: papyrus; eo: papiruso; es: papiro; et: papüürus; eu: papiro; fa: پاپیروس; fi: papyrus; fj: papyrus; fo: papýrus; fr: papyrus; fy: papyrus; ga: paipír; gl: papiro; he: פפירוס; hi: पपाइरस; hr: papirus; hu: papirusz; hy: պապիրուս; id: papirus; ilo: papiro; io: papiro; is: papýrus; it: papiro; ja: パピルス; jv: papirus; kab: udid; ko: 파피루스; ku: papîrus; la: papyrus; lb: papyrus; lg: buli avaayo kabaka; lt: papirusas; lv: papiruss; mg: taratasy zozoro; mk: папирус; ml: പാപ്പിറസ്; ms: papirus; nl: papyrus; nn: papyrus; no: papyrus; oc: papir; pa: ਪਪਾੲਿਰਸ; pl: papirus; pnb: پیپرس; pt: papiro; ro: papirus; ru: папирус; scn: papiru; sco: papyrus; sh: papirus; simple: papyrus; si: පැපයිරස්; sk: papyrus; sl: papirus; sq: papirusi; sr: папирус; sv: papyrus; ta: பாபிரஸ்; tg: папирус; th: พาไพรัส; tr: papirüs; uk: папірус; ur: پیپرس; vi: giấy cói; war: papiro; wuu: 莎草纸; zh_yue: 紙草; zh: 莎草纸