παρανίσχω

From LSJ
Revision as of 10:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανίσχω Medium diacritics: παρανίσχω Low diacritics: παρανίσχω Capitals: ΠΑΡΑΝΙΣΧΩ
Transliteration A: paraníschō Transliteration B: paranischō Transliteration C: paranischo Beta Code: parani/sxw

English (LSJ)

trans., A raise in answer, ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτούς Th.3.22. II intr., stand forth beside, Plu.Aem.32.

German (Pape)

[Seite 491] (s. ἴσχω), = παρανέχω, dabei erheben, παρανῖσχον ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτοὺς πολλούς, Thuc. 3, 22; – intr., dabei hervorragen, Plut. Aem. Paull. 32.

Greek (Liddell-Scott)

παρανίσχω: μεταβ., ἐγείρω, ὑψώνω ἀνταποκρινόμενος, ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτοὺς Θουκ. 3. 22. ΙΙ. ἀμεταβ., ἵσταμαι πλησίον, ἀνορθοῦμαι πλησίον, Πλουτ. Αἰμίλ. 32.

French (Bailly abrégé)

impf. παρανῖσχον;
1 tr. élever à côté de, acc.;
2 intr. s’élever à côté de.
Étymologie: παρά, ἀνίσχω.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
ανατέλλω, αναφαίνομαιἦρος παρανίσχοντος», Θεοφύλ. Σ.)
αρχ.
1. σηκώνω, εγείρω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, υψώνω κάτι ως απάντηση
2. (αμτβ.) α) στέκομαι κοντά σε κάποιον
β) μτφ. εξέχω, υπερέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀνίσχω «ανατέλλω»].

Greek Monotonic

παρανίσχω:I. μτβ., εγείρω, υψώνω ως απάντηση, σε Θουκ.
II. αμτβ., σηκώνομαι πλησίον, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

παρανίσχω: (impf. παρανῖσχον)
1) поднимать, выставлять (со своей стороны или в ответ) (φρυκτοὺς πολλούς Thuc.);
2) выдаваться наружу, высовываться, торчать сбоку (ξίφη γυμνὰ παρανίσχοντα Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ανίσχω met acc. in reactie omhooghouden:. παρανῖσχον ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτούς in reactie hielden zij fakkels omhoog vanaf de muur Thuc. 3.22.8. intrans. een beetje omhoogsteken, een beetje uitsteken:. ξίφη... παρανίσχοντα een beetje uitstekende zwaarden Plut. Aem. 32.6.

Middle Liddell


I. trans. to raise in answer, Thuc.
II. intr. to stand forth beside, Plut.