καταρράπτω
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
A stitch on or over, θύρη κατερραμμένη ῥιπὶ καλάμων a frame lashed to a crate, Hdt.2.96. II stitch tight, τι ἔς τι Hp. Acut.21; sew up, Thphr.HP9.5.3; λίθον εἰς τὴν ζώνην κ. Plu.Ant.81; in Surgery, Gal.14.783:—Pass., Aen.Tact.31.4; καταρρᾰφῆναι ἐν μηρῷ Agatharch.7; τοῖς δέρμασι Sor.1.68. 2 metaph., devise, compass, Πενθεῖ καταρράψας μόρον A.Eu.26.
Greek (Liddell-Scott)
καταρράπτω: μέλλ. -ψω, διὰ ῥαμφῶν πληρῶ, ἐπιρράπτω, θύρη κατερραμένη ῥίπεϊ καλάμων, συνερραμένη μὲ πλέγμα ἐκ καλάμων, Ἡρόδ. 2. 96. ΙΙ. πυκνῶς ἢ στενῶς συρράπτω, τι ἔς τι Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· λίθον εἰς τὴν ζώνην κ. Πλουτ. Ἀντών. 81·- Παθ., καταρραφῆναι ἐν μηρῷ Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 444. 18. 2. μεταφ. μηχανῶμαι, παρασκευάζω, Πενθεῖ καταρράψας μόρον Αἰσχύλ. Εὐμ. 26· πρβλ. ῥάπτω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
1 coudre à ; ajuster en cousant ou en tressant ; fig. ajuster à, rendre conforme à, τινι;
2 enfermer dans une enveloppe cousue, coudre dans.
Étymologie: κατά, ῥάπτω.
Greek Monolingual
καταρράπτω (AM, Α και καταράπτω)
συρράπτω, στερεώνω με ραφές («θύρη κατερραμένη ῥιπεϊκαλάμων» — πόρτα ραμμένη με πλέγμα από καλάμια, Ηρόδ.)
αρχ.
μηχανεύομαι, παρασκευάζω («Πενθεῑ καταρράψας μόρον», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
καταρράπτω: μέλ. -ψω,
I. ράβω πάνω σε ή από πάνω, θύρη κατερραμμένη ῥίπὶ καλάμων, συρραμμένη με πλέγμα από καλάμια, σε Ηρόδ.
II. 1. ράβω σφιχτά, σε Πλούτ.
2. μεταφ., παρασκευάζω, μηχανεύομαι, σκαρώνω, εφευρίσκω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
καταρράπτω:
1) обшивать, обтягивать: θύρη, κατερραμμένη ῥίπεϊ καλάμων Her. щит, обтянутый тростниковым плетением;
2) вшивать (πολυτιμότατον λίθον εἰς τὴν ζώνην Plut.);
3) сшивать (διφθέρας Diod.);
4) затевать, устраивать: λαγὼ δίκην Πενθεῖ καταρράψας μόρον Aesch. (Вакх), заставивший Пентея погибнуть смертью зайца.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-ρράπτω, ep. ook καταράπτω vastnaaien, vlechten:; θύρη κατερραμμένη ῥιπὶ καλάμων een raamwerk met daarin rieten vlechtwerk Hdt. 2.96.4; overdr. beramen:. Πενθεῖ καταρράψας μόρον door de dood voor Pentheus te beramen Aeschl. Eum. 26.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to stitch on or over, θύρη κατερραμμένη ῥιπὶ καλάμων a frame lashed to a crate of reeds, Hdt.
II. to stitch tight, Plut.
2. metaph. to devise, compass, Aesch. [from κατάρρᾰφος]