ἀκίχητος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
[ῐ], ον, A not to be reached, unattainable, ἀκίχητα διώκων Il. 17.75; μεταθεῖν Ael.NA4.52; not to be overtaken, swift, ἀκίχητος ἀΐσσειν Nonn.D.45.236, cf. Tryph.333. II not to be reached by prayer, inexorable, ἤθεα A.Pr.186.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκίχητος: [ῐ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ φθάσῃ, νὰ ἐπιτύχῃ, ἀκίχητα διώκων, Ἰλ. Ρ. 75· μεταθεῖν, Αἰλ. περὶ Ζ. 4, 52. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀπρόσιτος, ἄκαμπτος, ἀδυσώπητος, Αἰσχύλ. Πρ. 184.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on ne peut atteindre, insaisissable;
2 sur qui l’on n’a pas prise, inexorable.
Étymologie: ἀ, κιχάνω.
English (Autenrieth)
(κιχάνω): unattainable; ἀκίχητα διώκων, Il. 17.75†.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
I 1inalcanzable ἀκίχητα διώκων Il.17.75, μεταθεῖν Ael.NA 4.52, ὀρνίθων πορείη Nonn.D.1.143, αἰών Nonn.Par.Eu.Io.8.35, de Dioniso ἀίξας ἀ. Nonn.D.45.236, de Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.8.59, 12.1, ἄχρονος ἦν, ἀκίχητος Nonn.Par.Eu.Io.1.1.
2 inaccesible, incognoscible ἤθεα καὶ κέαρ A.Pr.184.
II adv. -α de modo inalcanzable, sin rastro πλαζομένης ἀκίχητα Nonn.D.9.294.
Greek Monolingual
ἀκίχητος, -ον (Α) κιχάνω
1. ακατόρθωτος
2. άκαμπτος, σκληρός, απρόσιτος.
Greek Monotonic
ἀκίχητος: [ῐ], -ον (κιχάνω),
I. αυτός που δεν φθάνεται, ανέφικτος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν προσεγγίζεται με ικεσίες ή παρακλήσεις, αμείλικτος, σκληρός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκίχητος:
1) недосягаемый, неуловимый Hom.;
2) недоступный, неумолимый (ἤθεα Διός Aesch.).
Middle Liddell
κιχάνω
I. not to be reached, unattainable, Il.
II. of persons, not to be reached by prayer, inexorable, Aesch.