κορωνιάω

From LSJ
Revision as of 18:35, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνιάω Medium diacritics: κορωνιάω Low diacritics: κορωνιάω Capitals: ΚΟΡΩΝΙΑΩ
Transliteration A: korōniáō Transliteration B: korōniaō Transliteration C: koroniao Beta Code: korwnia/w

English (LSJ)

of a horse, A arch the neck, AP9.777 (Phil.); of a man, to be ambitious, Plb.27.15.6; κ. καὶ γαυριῶντα D.Chr.78.33. II κορωνιόωντα πέτηλα curving leaves, Hes.Sc.289.

Greek (Liddell-Scott)

κορωνιάω: μέλλ. -άσω, (κορωνὸς) ἐπὶ ἵππου, κάμπτω, κυρτώνω τὸν τράχηλον, ὑψαυχενίζω, Ἀνθ. Π. 9. 777· πρβλ. κορωνίδης· ― ἐπὶ ἀνθρώπου ὡς τὸ γαυριάω, κορδώνομαι, ὑπερηφανεύομαι, Πολύβ. 27. 13, 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 se recourber;
2 relever la tête ; faire le fier.
Étymologie: κορώνη¹.

Greek Monotonic

κορωνιάω: μέλ. -άσω (κορωνός), κυρτώνω τον λαιμό, λυγίζω τον τράχηλο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κορωνιάω:
1) изгибать, загибаться: κορωνιόωντα (v.l. κορυνιόεντα) πέτηλα Hes. изогнутые листья;
2) высоко держать голову (ὁ πῶλος κορωνιῶν Anth.);
3) гордиться, чваниться (πρός τινα Polyb.).

Middle Liddell

κορωνιάω, fut. -άσω κορωνός
to arch the neck, Anth.