προαναιρέω

From LSJ
Revision as of 20:44, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαναιρέω Medium diacritics: προαναιρέω Low diacritics: προαναιρέω Capitals: ΠΡΟΑΝΑΙΡΕΩ
Transliteration A: proanairéō Transliteration B: proanaireō Transliteration C: proanaireo Beta Code: proanaire/w

English (LSJ)

A take away before, ἢν μή με προανέλῃ τὸ γῆρας Isoc.12.34; τοὺς χρόνους π. τῆς πόλεως D.19.183; ἃ ἐροῦσι π. refute by anticipation, Arist.Rh.1418b11; kill, destroy first, ἀδελφὸν φαρμάκοις J.AJ 15.4.1, cf. Plu.Caes.28, Luc.JTr.25, App.Mith.48, Ach. Tat.3.4; τῆς αἰσθήσεως προανελὼν τὸ αἰσθανόμενον, i.e. πρὸ τῆς αἰσθήσεως, Plu.2.517a:—Pass., Id.2.820f, Hld.9.24. II Med., catch first, [τὴν σφαῖραν] Poll.9.104. III Pass., to be chosen as a representative, IG12(7).22.5 (Amorgos, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 706] (s. αἱρέω), vorher auf- und wegnehmen, wegschaffen; τοὺς χρόνους εἰ μὴ προανεῖλε τῆς πόλεως, Dem. 19, 183; Arist. rhet. 3, 17; ἢν μή με προανέλῃ τὸ γῆρας, vorher hinraffen, Isocr. 12, 34; auch = tödten, Plut. comp. Pelop. 1.

Greek (Liddell-Scott)

προαναιρέω: ἀφαιρῶ ἐκ τοῦ μέσου πρότερον, ἢν μή με προανέλῃ τὸ γῆρας Ἰσοκρ. 239Ε· τοὺς χρόνους εἰ μὴ προανεῖλε τῆς πόλεως Δημ. 398 ἐν τέλ.· ἃ ἐροῦσι προανελών, προαναιρέσας ὅσα ἔμελλον νὰ εἴπωσιν, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 17, 14· τὸν ἀνταγωνιστὴν πρ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 25, κτλ. ― Μέσ., λαμβάνω, πιάνω πρῶτος, τὴν σφαῖραν Πολυδ. Θ΄, 104.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. προαναιρήσω, ao.2 προανεῖλον, etc.
emporter ou anéantir auparavant, acc. ; fig. réfuter d’avance, acc..
Étymologie: πρό, ἀναιρέω.

Greek Monotonic

προαναιρέω: μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ -ανεῖλον· απομακρύνω από πριν, αναιρώ εκ των προτέρων, αποσύρω προκαταβολικά, σε Δημ.· αναιρώ όσα σκόπευα να πω εξαιτίας μιας πρόβλεψης, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

προᾰναιρέω: (aor. 2 προανεῖλον)
1) заранее уничтожать, похищать, губить (τινα Isocr., Plut., Luc.); заранее расточать (τοὺς χρόνους Dem.);
2) заранее опровергать: ἃ ἐροῦσι προανελών Arst. предвосхитив в своем возражении то, что они могли сказать.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αναιρέω van tevoren wegnemen; Dem. 19.183; van uitspraken van tevoren weerleggen; van pers. van tevoren uit de weg ruimen.

Middle Liddell

fut. ήσω aor2 -ανεῖλον
to take away before, Dem.: to refute by anticipation, Arist.