συμπαρακολουθέω
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
A follow along or in a parallel line with, keep up with, τινι Pl.Plt.308d, etc.; ἡτύχη σ. τῷ ἀνθρώπῳ Aeschin.3.157; ἡ μνήμη σ. τῷ χρόνῳ Isoc.5.134; σ. τῷ λόγῳ Pl.Plt.271c: abs., φόβος -ῶν X.Hier.6.6, cf. Aeschin.3.233.
German (Pape)
[Seite 984] mit folgen od. begleiten; καλῶς τῷ λόγῳ συμπαρηκολούθηκας, Plat. Polit. 271 c, d. i. der Rede folgen, sie verstehen; φόβος, Xen. Hier. 6, 6; Aesch. 3, 233; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρᾰκολουθέω: παρακολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον ἢ παραλλήλως, συμβαδίζω μετά τινος, τινι Πλάτ. Πολιτικ. 308D, κτλ.· ἡ τύχη σ. τῷ ἀνθρώπῳ Αἰσχίν. 87. 12· ἡ μνήμη σ. τῷ χρόνῳ Ἰσοκρ. 109C· σ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Πολιτικ. 271C· ἀπολ., συμπ. φόβος Ξεν. Ἱέρ. 6. 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
suivre pas à pas, suivre sur une ligne parallèle, τινι.
Étymologie: σύν, παρακολουθέω.
Greek Monotonic
συμπαρᾰκολουθέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ κάποιον σε παράλληλη πορεία, συμβαδίζω με κάποιον, συνοδεύω κάποιον, τινί, σε Ισοκρ. κ.λπ.· απόλ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρᾰκολουθέω:
1) сопровождать, следовать (τινι Plat., Aeschin.): φόβος πάντων τῶν ἡδέων συμπαρακολουθῶν Xen. опасения, сопровождающие все наслаждения; ἡ μνήμη ἡ τῷ χρόνῳ συμπαρακολουθοῦσα Isocr. память в веках;
2) следить: τῷ λόγῳ ξ. Plat. следить за беседой.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παρακολουθέω op de voet volgen, met dat.
Middle Liddell
fut. ήσω
to follow in a parallel line with, keep up with, τινί Isocr., etc.: absol., Xen.